«Αντί Νεκρολογίας»

Δεν θέλω να δακρύσουνε τα μάτια σας σαν φύγω δεν θέλω οι αναστεναγμοί να πνίξουν την καρδιά σας δεν θέλω τα ποτήρια σας αγέμιστα να μείνουν δεν θέλω μελαγχολική να είναι η ματιά σας.

Δεν θέλω να ακουστεί το «ήταν καλός» ούτε να ηχήσουν πένθιμα για εμένα οι καμπάνες, δεν θέλω μαύρα να ντυθεί κανείς, ούτε να κλάψουν γύρω μου των φίλων μου οι μάνες.

Δεν θέλω τα τηλέφωνα να πάψουν να χτυπάνε δεν θέλω τα ραδιόφωνα τραγούδια να μην πούνε δεν θέλω τους καθρέφτες μου να βάψετε με χρώμα δεν θέλω λόγια θλιβερά στιγμή να ακουστούνε.

Δεν θέλω να ξεχάσετε στα μάτια μου το γέλιο ούτε και πόσο φορτικός υπήρξα στη ζωή σας δεν θέλω να ξεχάσετε πόσο σας αγαπούσα κι ούτε να λησμονήσετε πως έζησα μαζί σας.

Δεν θέλω να ριγήσετε το χώμα σαν θα πέφτει ούτε λουλούδια να κοπούν το σώμα να σκεπάσουν δεν θέλω θρήνους δάκρυα  εδώ κοντά σας  θα’μαι ούτε στιγμή τα γέλια σας απόψε μη σωπάσουν.

Ποιητική συλλογή «Τα δάκρυα του Έρωτα» Φυλάτος» 2016 Γ. Μύρτσης

«Αυτοί που φεύγουν…»

Το θλιμμένο απόγευμα γέμισε βλέμματα που κοιτάνε στο χώμα.

Δεν ακούγεται ψίθυρος, ούτε δάκρυα υπάρχουν στα τρομαγμένα μας μάτια.

Μαύρα πουλιά σημαδεύουν το δρόμο μας και οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα τον

ανυπόφορο ήχου του τρυπάει τ’ αυτιά μας και κάνει το κορμί να ριγεί, να αισθάνεται

αβάσταχτο τον πόνο.

Στεκόμαστε ο ένας πλάι στον άλλον μπας και ξορκίσουμε το κακό, μπας και μας λυπηθεί  ο

θάνατος. Ναι, προβάλουμε τα νιάτα μας τόσο δειλά και φοβισμένα, ηττημένοι χωρίς Θεό,

εμείς οι άτρωτοι εραστές της ζωής.  

Μαντάτο μαύρο φέρνει η μέρα για το φίλο, για το γνωστό, για τον ξένο μα δεν μπορούμε

να κάνουμε τίποτα. Οι Τούρκοι το λένε κισμέτ, οι Έλληνες μοίρα, μα εμείς ψιθυριστά στις

παρέες το λέμε κατάρα και φτύνουμε καταγής.

Μετά ακολουθούμε την πομπή του μαύρου ρέματος ρωτώντας. Ποιος, τι, πού; Αδιόρθωτοι

είμαστε, περιμένοντας υποκριτικά τη φωτιά να κάψει κι εμάς. Πρώτα την καρδιά μας, μετά

την ψυχή μας.

Έρημοι δρόμοι, έρημα τοπία. Ούτε χειμώνας, ούτε καλοκαίρι μόνο μια γκριζωπή εικόνα

θανάτου, μια μυρωδιά φόβου στον αέρα σαν ξωτικό σε παραμύθι.  

Δεισιδαιμονίες, συνομωσίες και άνθρωποι…

Οι άνθρωποι φεύγουν κι εμείς κοιτάμε.      

«Λάθος βήματα»

Μέτρησα λάθος τους ανθρώπους

ψεύτικες ζούσαμε στιγμές

μάσκα στη θέση του προσώπου

με παγωμένες τις καρδιές.


Κάθε τους βήμα γεμάτο δόλο

κάθε τους λέξη χωρίς σκοπό

τάχα τα δάκρυα σφουγγίζουν με θλίψη

με βλέμμα πέτρινο θωρούν το κενό.


Αλλάξαμε ρόλους στις μέρες του αίσχους

διαγράψαμε ήρωες, πατρίδα, φιλία

δώσαμε χάρισμα τα πρωτοτόκια

κατάντησες άνθρωπε μια αηδία.


Τώρα απομένει ένα χέρι απλωμένο

και μια ψυχή χωρίς ζεστασιά

ανθρώπων έργο κι αυτό το μοντέλο

να είσαι άνθρωπος χωρίς ανθρωπιά.

«Τα δακρυσμένα μάτια σου»

Για τα μάτια σου μόνο

θα μπορούσα ατέλειωτες ώρες να γράφω

η ματιά σου μου μοιάζει 

σαν γεράνι γερμένο σ’ έναν έρημο τάφο.


Δίχως χρώμα, ακίνητα βλέπουν

κρύβουν κάτι βαθύ, δυνατό σαν τον πόνο

να γελάσουν ποτέ δεν τα είδα

τι κι αν λες πως για μένα υπάρχουνε μόνο.


Δακρυσμένα τα μάτια σου

σαν δροσιά το πρωί σ’ ένα φύλλο

κι ένα πρόσωπο ωχρό τόσο λάγνο

που ποθώ να φιλήσω με ζήλο.

«Στις γραμμές του τραίνου» Γιάννης Μύρτσης 2016

Προς τη Μονή Αγάθωνος (ανάμνηση μιας ημέρας)

Γλυκό τ’ αγέρι στο πρόσωπό μας, η μέρα χαράζει

κι ο ήλιος χαϊδεύει ζεστά τα κορμιά μας.

Πόσα είπες πως θα μου διηγηθείς στο δρόμο, μα τα ξέχασες.

Έρημο τοπίο γύρω μας και τα δέντρα αφημένα στην τύχη τους.

Ένας σκίουρος μας καλωσορίζει κάνοντας παιχνίδια με

την ουρά του κι εμείς γελάμε να σπάσει η σιωπή μέσα μας.

Κοιτάμε μετά ψηλά το βουνό που πρέπει να ανέβουμε

και ξεδιψάμε τον πόθο μας με μια τρελή προσμονή.

Ύστερα την βλέπουμε μπροστά μας.

Επικρατεί μια ησυχία τόσο απόλυτη

λες κι είναι η ζωή μετά τον θάνατο.

Κι Εκείνος ψηλά από τον Σταυρό Του ατενίζει τα δάκρυα των ψυχών μας

(όσων κατάφεραν να κλάψουν).

Ακούει τα θέλω του σήμερα, τα παρακάλια του αύριο.

Ακούει τη φωνή μας και πράττει. 

Από την ποιητική συλλογή «Στις γραμμές του τραίνου» Γιάννης Μύρτσης 2016 εκδόσεις «Createspace».

 

«Πρωινό Κυριακής» Γιάννης Μύρτσης

Έχει μια θλίψη πάντα ετούτη η μέρα

κι οι γείτονες θαρρείς έχουν κρυφτεί,

μόνο τακούνια ακούς που κράζουν καλημέρα

κι ύστερα πάντοτε ακολουθεί σιωπή.


Την καρτεράς τις έξι μέρες σαν γιορτή

κι είναι γλυκιά της προσμονής η κάθε σκέψη,

μα σαν θα φτάσει σε πονά κάθε στιγμή

κι αδημονείς γοργά Δευτέρα να επιστρέψει.


Ίσως να φταίει η ζωή μου η πεζή

που έχει μάθει Κυριακές να περιμένει,

γιατί οι άλλες μέρες πάντα μένουν στη σιωπή

και σ’ένα θαύμα η ψυχή να επιμένει.

Από την ποιητική συλλογή «Στις γραμμές του τραίνου»

«Φωτεινό μονοπάτι»

Δεν σας χαρίζω τον πρωινό ήλιο στο μπαλκόνι μου,

ούτε τις φωνές των παιδιών που παίζουν στην αυλή του σχολείου.

Τα πανηγύρια, τις ιαχές στα γήπεδα, το κερί στην εκκλησία.

Δεν θ’ αλλάξω για εσάς τα λουλούδια στη γλάστρα μου,

ούτε θα πάψω να ζητώ την ευχή του παπά στο δρόμο.

Στις λαϊκές θέλω ν’ ακούω τη φωνή του πραματευτή, του καστανά, να βλέπω το

κουρασμένο βήμα του λαχειοπώλη.

Δεν σας χαρίζω ούτε λέξη από την ιστορία μου, ούτε τα γλυπτά μου, κλέφτες!

Δεν επιτρέπω να μ’ αποκαλείτε παράκαιρο, παράφωνο, ξεπερασμένο.

Θέλω τα χρώματα της Ελλάδας να γεμίζουν τα μάτια μου,

την Κυριακή ν’ ακούω την καμπάνα, να στέκω προσοχή στον Ύμνο.

Δεν σας χαρίζω τις θάλασσες, τα βουνά, τη γαλανόλευκη σημαία μου, το μακρύ χορό στον

κάμπο, το βουητό από τις μέλισσες.

Δεν αλλάζω γλώσσα, τρόπους, συνήθειες, δεν αλλάζω Θεό!

Δεν πέθανα ποτέ πιστέψτε με, δεν θα το κάνω τώρα!

Ιστορία, χρώματα, αγάπη, ελπίδα, δύναμη, θάλασσα, ελευθερία όλα ζυμωμένα με την ψυχή

του Έλληνα.     

«Η Κυριακή της συγνώμης δεν υπάρχει πια»

Έμαθες να κοιτάς χαμηλά, να περπατάς με σκυφτό το κεφάλι σαν να ντρέπεσαι, ναι, να

λυπάσαι για σένα.

Να μη ξαποσταίνεις ποτέ, να μη ζητάς, να μη γελάς, να μην ελπίζεις.

Για μια μπουκιά σε σταύρωσαν οι δίκαιοι τούτου του κόσμου, σου φορέσαν κι αγκάθινο στεφάνι.

Στα πανηγύρια σ’ έσυραν, σε χτύπησαν, σε χλεύασαν κι ύστερα σε πούλησαν για έναν

παρά σε γύφτικο παζάρι.

Άνθρωποι χωρίς Θεό και πατρίδα, ασέλγησαν στην ψυχή σου, χτύπησαν με βία τον κόπο

της ζωής σου, τα παιδιά σου.

Κορδωμένοι χαρτογιακάδες, σου μιλούν για το καλό και το κακό που αυτοί μόνο

γνωρίζουν, για να σε κάνουν στο τέλος κομμάτι μιας άχρωμης εικόνας.

Κι εσύ παλεύεις για να ζήσεις.

Παλεύεις κρυφά, χωρίς μιλιά, με κλάμα προσπαθείς να ξυπνήσεις τα βαλτωμένα σου

όνειρα και να πιστέψεις στο ψέμα πως τ’ αύριο θα είναι καλύτερο από το χθες.

Πόσα συγνώμη άραγε πρέπει να ζητήσεις από όλους εκείνους που πίστεψαν κάποτε σε

σένα;   

«Ψυχές»

Η ζωή κάποιων ανθρώπων απλά περνά.

Μοιάζει να περπατούν στο χιόνι χωρίς ν’ αφήνουν ίχνη, σεμνά βαδίζουν στη δύση τους

χωρίς απαιτήσεις. 

Αθόρυβα έρχονται κι αθόρυβα φεύγουν.

Κανείς δεν λογαριάζει αν υπάρχουν, γιατί δεν είναι σπουδαίοι, δεν μιλούν βαθυστόχαστα,

γιατί ποτέ δεν κρύβουν την αλήθεια στα μάτια τους.

Χάνονται σαν το κερί που σβήνει, αφήνοντας εκείνη τη μυρωδιά την έντονη, την πνιγερή,

σαν το ταξίδι της ψυχής τους στο άπειρο και μένουν πίσω τ’ ανείπωτα, τ’ απλά, τ’

απραγματοποίητα όνειρά τους.

Ένα φιλί που λαχταρούσαν δεν το πήραν ποτέ, μια καλημέρα δεν την άκουσαν.  

Στην άκρη της ζωής βάδισαν, σ’ έναν ορίζοντα που ρούφηξε την εικόνα τους αργά και στο

τέλος, άφησε μια θολή γραμμή ν’ αχνοφέγγει  το παράπονο. Ούτε ένα δάκρυ δεν κύλησε…  

«Προσωρινή εκεχειρία παθών»

Ξεροσταλιάζει ο έρωτας για ένα φιλί.

Ανείπωτες λέξεις και απαγορευμένα ρήματα χαμένα στα βάθη τού μυαλού, ξεπροβάλλουν

μ’ αγένεια δίνοντας ορμή στ’ απωθημένα της ψυχής.

Ο αγέρας μυρίζει φθινόπωρο και η βροχή θαρρείς πως τραγουδά ερωτικούς σκοπούς,

πάνω στα πεσμένα φύλλα στη σιγαλιά του απογεύματος, μακριά από την ταραχή των

λόγων, σε μια προσωρινή εκεχειρία των παθών.

Κρατάς το δαγκωμένο μήλο και γελάς αινιγματικά, πόσο ποθητή η σάρκα σου, τα στήθη

σου, που με αυθάδεια προβάλλουν προκαλώντας τις αισθήσεις. 

Τα χείλη σου όμοια με το βύσσινο γίνονταν απ’ το γλυκό φιλί, εκείνο που δεν μπορώ να

έχω τώρα, που μόνο μπορώ να φανταστώ.

Κάνω βήματα ακούγοντας το τρίξιμο των παπουτσιών μου στο χώμα.

Με συνεπήραν σήμερα τα κύματα του μυαλού και σαν ναυαγό με ξέβρασαν σε τόπο

αφιλόξενο, ανόρεχτο για ζωή και περιπέτεια.

Κουτσή ζωή, βαδίζεις προς το τέρμα και βιάζεσαι να φτάσεις σαν το ποτάμι που αναζητά

τη θάλασσα.

Στο απέραντο άπειρο θα σκορπίσεις κι εσύ, σαν τον έρωτα που δεν έχει τελειωμό, όσο η

ανάσα γεμίζει τα στήθη, όσο το μυαλό πλάθει εικόνες.

Τον έρωτα που θα στέκει μόνος, απόκληρος κι αποδιωγμένος, σαν το κορίτσι που

λαχταρά το φιλί μα ντρέπεται, ντρέπεται που την κυβερνούν τα πάθη.

Σαν να βάλαμε νομίζω, πολλά εμπόδια στη ζωή.