«Οι σάλπιγγες της Ιεριχούς»

Ξεκίνησες στο ρέμα να’ σαι κόντρα,

δεν ζήλεψες ποτέ σου τη φυγή,

οι άνθρωποι δεν πρέπει να’ναι πιόνια,

να ταξιδεύουν σαν πουλιά μες τη ζωή

κι όταν βρεθούν χαμένοι μες τα χρόνια,

να τους ανάβει πάλι η φλόγα τη ψυχή.

*************************************

Διψάσαμε στο δρόμο μα ποιον νοιάζει,

και τραγουδάμε σαν παιδιά στη κουπαστή,

χίλιες φουρτούνες στο σκαρί μας και δεν μπάζει,

χέρι με χέρι θα κοιτάμε τη ζωή,

είμαστε λίγοι σαν κοιτάς ποτάμι μοιάζει,

μες στη ψυχή μας η ανείπωτη ορμή.

*************************************

Απόγευμα σε βρήκα στην πλατεία,

να σε χλευάζουν σαν μιλάς για το Θεό,

σφιχτά στα χέρια σου κρατούσες τα βιβλία,

κι έβγαιναν φλόγες από το στόμα σου θαρρώ,

άνθρωπος, Έλληνας, Θεός σε μια γωνία,

να αγκαλιάσω σαν παιδί πως καρτερώ.

*************************************

Γαλάζιο είναι τ’ ουρανού το χρώμα,

πόσες γενιές δεν μεγαλώσαμε εδώ,

ο ομφαλός της γης είμαστε ακόμα,

χιλιάδες έγιναν θυσία στο βωμό,

πανί στου καραβιού δεν άλλαξα το χρώμα,

έχω τη δύναμη και θα λευτερωθώ.

*************************************

Τους μάθαμε να γράφουν τ’ όνομά τους,

στον ενικό εμείς μιλάμε στο Θεό,

κανείς δεν στάθηκε εμπόδιο μπροστά τους,

για πληρωμή τότε με είπανε τρελό,

ξέρουν πως πάντα θα στοιχειώνω τ’ όνειρά τους,

καινούριους δρόμους στη ζωή θ’ αναζητώ.

*************************************

Της μοίρας το παιχνίδι είναι στημένο,

μέσα στις γλάστρες άνθησα κι εγώ,

με μυστικό που στη καρδιά είχα κρυμμένο,

στο καπηλειό τότε που πίναμε μεθώ,

τον άγγελο στα όνειρά μου περιμένω,

για να πετάξω στον γαλάζιο ουρανό.

*************************************

Βαδίσαμε στους δρόμους με ομίχλη,

μες στην κουκούλα ο δωσίλογος περνά,

όλο το βιός μας τ’ ακουμπήσαμε στην τύχη,

πόσα απ’ τα δάκρυα το μαντήλι σου χωρά,

στα βήματά μας ανεξίτηλα τα ίχνη,

πάντα τη Σταύρωση η Ανάσταση νικά.

*************************************

Με πήρες αγκαλιά κείνο το βράδυ,

που έκλαιγα μονάχος σαν παιδί,

γιατί φοβόμουν τα θεριά μες στο σκοτάδι

και καρτερούσα να βγει ο ήλιο το πρωί,

από τα χρόνια έγινε η ψυχή ρημάδι,

της Κυριακής με γαληνεύει η προσευχή.

*************************************

Με αίμα το φεγγάρι είναι βαμμένο,

κόκκινο βόλι την καρδιά μου τη τρυπά,

χρόνια το ξέρω το παιχνίδι είναι στημένο,

το χρήμα, η βρόμα και το ψέμα κυβερνά

κι αν το ταξίδι στη ζωή πήγε χαμένο,

εμάς μας βύζαξε η πιο λαμπρή γενιά.

*************************************

Δεν θέλω Θεέ μου να τους λησμονήσω,

ποτέ δεν θέλω να ξεχάσω τα θεριά,

για τις Πατρίδες τις χαμένες θα δακρύσω,

για τη σημαία το αίμα τους για λευτεριά,

το άγιο τους χώμα να σκύψω να φιλήσω,

ν’ αντρειωθώ κι εγώ μαζί τους στα στερνά.

.

«Ελέησον με…»

Καρδιά μου δάκρυσε, νιώσε τον πόνο, ζήτα στη θλίψη το μακρύ ταξίδι της γαλήνης.

Ταλαιπωρημένη η ψυχή, χρόνια φυλακισμένη σ’ ένα άθλιο σώμα που δε βλέπει ήλιο, δε

νιώθει κανένα χάδι, δεν ελπίζει σε τίποτα.

Ο πεντηκοστός κυλάει στο μυαλό αδιάληπτα.

…τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω…

Ξαφνικά βρίσκομαι σε μονοπάτια δύσβατα μα καθαρά, τόσο παράταιρα για τα δικά μου

βρόμικα βήματα.

Στο βάθος διακρίνω το φως, την ελπίδα, τη γαλήνη. Μπροστά μου είναι, μα τόσο μακριά,

μακάρι να προφτάσω!

…καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ δια παντός.

Ψευδαισθήσεις γκρέμισαν όνειρα που στοίχησαν ατέλειωτες μέρες ζωής για να χτιστούν.

Η αδηφαγία του πνεύματος, μπολιασμένο με τον εγωισμό, σάρωσε στο πέρασμά του κάθε

ηθική καταβολή, κάθε αναστολή προς το κακό και το μάταιο. 

Κατάπτωση!

Υλικές κατακτήσεις και ηδονές χωρίς φραγμούς κατέκαυσαν κάθε ελπίδα σωτηρίας.

Έπνιξαν τα βλαστάρια της αγνότητας, μίκρυναν το πνεύμα, θόλωσαν τον ορίζοντα κι

έκαναν τη ψυχή να μοιάζει σαν βρόμικη κηλίδα στο καθαρό νερό.

…εξάλειψον το ανόμημά μου.

«Ένα βλέμμα κάποτε»

Κι ήταν εκείνα τα μάτια που γεμάτα δάκρυα και πόνο κοιτούσαν τη ζωή που έφευγε.

Αποχαιρετούσαν το σώμα που επέστρεφε εἰς γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθην.

Εκείνα τα μάτια που κάποτε γελούσαν ανέμελα,

που κοίταξαν λάγνα τα απόκρυφα της ζωής.

Αυτό το βλέμμα, το στραμμένο στο κενό, το γεμάτο δάκρυα

δεν θα το ξεχάσω ποτέ!

«Ταξίδι Στους Δελφούς»

Σταματήσαμε μετά από ταξίδι μεγάλο, στη σκιά των χρησμών.

Όμορφο  Αυγουστιάτικο απόγευμα, δροσερό, ποθητό σαν τη σάρκα σου.

Οι κολόνες γύρω μας, η ανάσα πυκνή,  η μικρή πλατεία κι  εσύ.

Τα μάτια τρέχουν, καταγράφουν, προσπαθούν να μπουν μέσα σου, να μαντέψουν, να

χορτάσουν. 

Τυχαία επαφή με το σώμα σου.

Η αφηρημένη κίνηση ξυπνά τις αισθήσεις μου που λαχταρούν να τρυγήσουν τα κάλλη σου.

Αργά, μετά, γλυκά θα κοιμηθώ στο προσκεφάλι σου, γεμάτος δύναμη  κι ερωτηματικά, που

δεν κατάφερε η Πυθία ν’ απαντήσει.

Αντίθετα, μόνο σκιές  να μου γεμίσει η απάντηση των δύο δρόμων.

Ποιος να’ ναι άραγε ο σωστός;

«Πρωινός ήλιος»

Η ραθυμία της Κυριακής είναι,
ο γλυκός πρωινός ήλιος, το τιτίβισμα των πουλιών
και το νωχελικό γάβγισμα του σκύλου.
Η προσευχή της Κυριακής είναι,
η γλυκιά μελωδία των αγγέλων, το άρωμα των λουλουδιών
και ο βόμβος απ’ το πέταγμα της μέλισσας.
Το χαμόγελο της Κυριακής είναι,
τα μάτια που κοιτούν τη θάλασσα, τα λόγια που δεν θα ειπωθούν ποτέ
από χείλη αινιγματικά και κατακόκκινα.
Οι στιγμές της Κυριακής είναι,
αυτές που αγγίζουν τη ψυχή, που κεντούν το μυαλό μ’ αναμνήσεις,
αυτές που πέρασαν τη βάσανο της καρδιά σου.

Ωδή θανάτου

Σβήνει το φως, χάνεται το χρώμα, τα τριαντάφυλλα σκορπούν νικημένα στον αδυσώπητο

αγώνα της ζωής.

Τέλος χρόνου, η Περσεφόνη επιστρέφει στο σπίτι της.

Οι ωδές για τη ζωή σταματούν, δεν μας θαμπώνει πια το παραμύθι του ψεύδους.

Τώρα κάθε λεπτό, κάθε στιγμή,  οδηγούν σταθερά στο θάνατο.

Τ’ αστέρια τρεμοπαίζουν φοβισμένα στην οσμή του χειμώνα κι ένα πλήθος στιγμών

χάνονται στο τίποτα, σαν να μη τις έζησε ποτέ κανείς.

Το ταξίδι του χρόνου συνεχίζεται σ’ ένα ατέρμονο τέλος προς τη φθορά.

Ένα ταξίδι απόκοσμο γεμάτο σκιές που κάποτε υπήρξαν κάτι.

«Στο νεκρό χρόνο της ζωής»

Στο μπλε παράθυρο με το χρυσάφισμα του ήλιου να αντανακλά στη θάλασσα, σε είδα.

Γαλήνια φύση με τα φύλλα των δέντρων σκυφτά στο μεγαλείο του έρωτα, με τα βότσαλα

να κραυγάζουν στο περπάτημά μου.

Ένα μεγάλο καράβι το αύριο, δίχως φώτα, χωρίς παντιέρα αρμενίζει τυφλό προς το

πεπρωμένο του, αδιαφορώντας για το χρόνο που τρέχει νεκρός.

Οι κορυφές των δέντρων δείχνουν στα πουλιά το δρόμο κι ένα χαμόμηλο τολμά να

λαχταρά την άνοιξη.

Έγειρα νηστικός και κουρασμένος στο κατώι σου, με το άθλιο ξινό κρασί σου μέθυσα κι

εφιάλτες είδα, όνειρα στείρα και πεζά, που απλόχερα μου χάρισε η ρακένδυτη, ζητιάνα

μέρα!

Έπιασα χώμα λασπωμένο, χωρίς ζωή πάνω του, χωρίς καμία μυρωδιά. Εδώ είναι το τέλος

σκέφτηκα κι ένα δάκρυ θόλωσε τα μάτια μου, απόσταγμα του πόνου και του

ανεκπλήρωτου έρωτα με τη ζωή.

Γενιές ολόκληρες πέρασαν και χάθηκαν στον ορίζοντα του χρόνου χωρίς να μας διδάξουν

τίποτα. Δεν μας αγκάλιασαν, πέρασαν κι ούτε μια λέξη δεν είπαν!

Σκυμμένος δένω τα κορδόνια μου, μα ούτε μια προσευχή δεν έκανα για Εσένα κι ας μύριζα

κάθε άνοιξη, εκείνα τα λουλούδια του θανάτου δίπλα σου.

Το βλέμμα μου στα κυπαρίσσια. Ένα δάκρυ, τίποτα άλλο.

Τίποτα πια δεν θυμίζει εσένα.

«Ένας δρόμος στην εξοχή»

Μπροστά στην κρυμμένη πόρτα από τις φυλλωσιές και τ’ αγριόχορτα σταθήκαμε.

Ανάσα στο περπάτημα στην εκδρομή μιας Κυριακής που θα ’χε σβήσει από τη μνήμη μου αν δεν στεκόμασταν εκεί.

Πολλά τα λόγια της στιγμής, που αντήχησαν πάνω της, μα πιο πολλά τα βλέμματα, θαμπά όμως, λες κι ήταν πόνος της ψυχής.

Πλάι, πεσμένη άσχημη και σκουριασμένη, μια ταμπέλα ακόμη αναγγέλλει στον επισκέπτη, «Εξοχικόν κέντρον η παρέα».

Σπασμένα τζάμια γύρω της, σκέτος τάφος και μόνο το τιτίβισμα των πουλιών τον ζωντανεύει για λίγο.

Δεν μπορώ να μη φανταστώ τις μέρες που έκρυβε παράνομους έρωτες, νιάτα κι οσμές πολλών ανθρώπων.

Δεν μπορώ να μην αφουγκραστώ τα φαντάσματα των στιγμών που σταυρωμένα στο χρόνο περιμένουν άδικα την ανάσταση.

Προσπέρασαν οι άλλοι, προσπέρασα κι εγώ.

Η ζωή τρέχει, αδιαφορεί, ξεχνά.

«Μια προσευχή για τις μοναχικές ανάσες»

Μια προσευχή για εκείνους που έμειναν μόνοι στο ταξίδι της ζωής, που έχασαν το τραίνο

της αγάπης και ρίζωσαν σε λίγα μέτρα γης, σ’ άγονο τόπο, κρύο και διψασμένο.

Ένα άγγιγμα μόνο, κάτι σαν χάδι, στα παγωμένα τους χέρια που δε ζεστάθηκαν ποτέ κι

άλλη καρδιά δε χτύπησε ποτέ για εκείνους.

Μάτια δεν τους θώρησαν γλυκά, μοναδικά, αχόρταγα, ερωτικά και δακρυσμένα.

Καλές οι θάλασσες ας ευχηθούμε στο σκαρί τους το ρημαγμένο, μακριά από ξέρες,

συμπληγάδες και ληστές. Μακριά από ψεύτικες ανάσες και πικρές ποτισμένες με κώνειο

γιορτές.

Ένα κερί για τις ψυχές τις μοναχές, ένα δάκρυ κι ίσως μια καλημέρα να είναι αρκετή για να

κερδίσουν το χαμόγελο μιας μέρας.

«Επιβάτες Του Χρόνου»

Είναι ώρα, κουρασμένος πια απ’ το ταξίδι του χρόνου, ν’ ακουμπήσω τις αποσκευές μου

στο βρεγμένο χώμα, στο γεμάτο νεκρές μνήμες και όνειρα που δεν ειπώθηκαν ποτέ.

Πέτρινα βήματα με χαραγμένο το διάβα μου, ανάμεσα στο ουρλιαχτό τού λύκου και στο

νιαούρισμα τής γάτας.

Ματαιοπονώ και το ξέρω.

Ξεθωριασμένες φωτογραφίες, πεταμένες  άτακτα στα συρτάρια σκιαγραφούν τη

ματαιότητα, τη φθαρτότητα και την πτώση ενός σώματος, που παράσυρε ανελέητα και

την ψυχή του στο δικό της ξεπεσμό.

Δεν αντέχεται τούτο το πρωινό  με την ομίχλη να σκεπάζει τον ορίζοντα και το βλέμμα

μου να μουδιάζει το μυαλό.

Οι Σειρήνες με καλούν για ένα ακόμη μάταιο ταξίδι στο σκοτάδι.

Πού είναι εκείνο το μονοπάτι που οδηγούσε στο φως; Αναρωτιέμαι.

Χαράματα και νιώθω θαμμένος μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, της βαθιάς νύχτας, της

αξημέρωτης.