Ο αέρας του πρωινού απαλά χαϊδεύει το πρόσωπό μου κι έχει ένα άρωμα γλυκό, λες λουλουδιού στον κήπο.
Χτυπάει το σήμαντρο και το μπαστούνι τού γέροντα ακούγεται σαν μουσική στο παλιό πλακόστρωτο.
Ένας μικρός χαράζει τ’ όνομά του στο παγκάκι, χρόνια μετά πόσο θα πονάει σκέφτομαι, κι ήχος από το ψαλτήρι γεμίζει την καρδιά.
Τι ευωδία έχουν Θεέ μου τα κεριά της Παναγιάς τούτη τη μέρα, λες κι είναι ο θάνατος μα κι η ζωή μαζί, στην ίδια σκάφη ζυμωμένα.
Κοιτάζω τον κόσμο που έρχεται απ’ τη γωνία μου, μα ένα παιδί με κλάμα γλυκό στην αγκαλιά της μάνας, κλέβει το βλέμμα μου.
Ένα ρίγος με διαπερνά κι ένα δικό μου δάκρυ ορμάει να βγει, μα το μαζεύω, δοξάζοντάς τ’ όνομά Σου.
Όσο υπάρχει μια μάνα μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά ναι, υπάρχει ελπίδα!
