«Το παλιό βιολί» Ιωάννης Πολέμης
Άκουσε τ΄ απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ΄ αχνά κι’ απάρθενα της αγάπης χείλη.
Και τ’ αηδόνι τ’ άγρυπνο και το ζηλευτό
ζήλεψε κι εσώπασε κι έσκυψε κι εστάθη
για να δει περήφανο τι πουλί ειν’ αυτό
που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.
Ως κι ο γκιώνης τ’ άχαρο, το δειλό πουλί,
με λαχτάρ’ απόκρυφη τα φτερά τινάζει
και σωπαίνει ακούγοντας το παλιό βιολί,
για να μάθει ο δύστυχος πως ν` αναστενάζει.
Τι κι αν τρώει το ξύλο του το σαράκι;
κι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι;
Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
η φωνή του γίνεται, όσο αυτό παλιώνει.
Ειμ` εγώ τ’ απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί
με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.
Τι κι αν τρώει τα σπλάχνα μου το σαράκι; τι
κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με τον χρόνο;
Πιο γλυκιά πιο όμορφη και πιο δυνατή
γίνεται η αγάπη μου, όσο εγώ παλιώνω.
Από την ποιητική συλλογή «Το παλιό βιολί» εκδόσεις «ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ» 2011 σελ. 5
«Ερωτικό» Ναπολέων Λαπαθιώτης
Ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης
Καημός αλήθεια να περνώ, του έρωτα πάλι το στενό
Ωσπου να πέσει η σκοτεινιά μια μέρα του θανάτου.
Στενό βαθύ και θλιβερό που θα θυμάμαι για καιρό
Τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμα του.
Ας είν’ ωστόσο, τι ωφελεί γυρεύω πάντα το φιλί
Στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση.
Γυρεύω πάντα το φιλί αχ, καρδιά μου, που μου το ‘τάξανε πολλοί
Κι όμως δε μπόρεσε κανείς, ποτέ να μου το δώσει.
Ίσως μια μέρα όταν χαθώ γυρνώντας πάλι στο βυθό
Και με τη νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι
Αυτό το ανεύρετο φιλί που το λαχτάρησα πολύ
Σαν μια παλιά της οφειλή να μου το ξαναφέρει.
«Νικος Ζαρντινιδης, Ο αρχοντας της οδου Χαιρωνειας»
«Νικος Ζαρντινιδης, Ο αρχοντας της οδου Χαιρωνειας» Φαίδων Γιαγκιόζης
… Όλοι όσοι γνώριζαν τον Νίκο Ζαρντινίδη, μιλούν για έναν άρχοντα. Περνούσε ώρες ατελείωτες στο γραφείο του στην οδό Χαιρωνείας για να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο που αναλάμβανε. Εκεί, πίσω από τα γιασεμιά και τις βουκαμβίλιες που κοσμούσαν τον τεράστιο κήπο του, υπέγραψε ως υπουργός Δημοσίων Έργων, μερικά από τα σημαντικά έργα, που άλλαξαν κυριολεκτικά την εικόνα της χώρας.
«Νικος Ζαρντινιδης, Ο αρχοντας της οδου Χαιρωνειας» Φαίδων Γιαγκιόζης Εκδόσεις: Μέθεξις
«Ίσως να το έχεις ζήσει»
«Ίσως να το έχεις ζήσει» της Κυριακής Κουτσουρίδου
Τα διηγήματα της Κυριακής Κουτσουρίδου θέτουν ερωτήματα, αλλά κυρίως προβληματίζουν τον αναγνώστη για το νόημα της ζωής και των αναπαραστάσεών της, οδηγώντας τον μέσα από αισιόδοξους χρωματισμούς στις πολυπόθητες απαντήσεις.
Κυριακής Κουτσουρίδου «Ίσως να το έχεις ζήσει» εκδόσεις «Φυλάτος»
«Σε παλιό συμφοιτητή»Κ. Καρυωτάκης
Φίλε, η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασε
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.
Δε θα ‘ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ’ όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.
Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ’ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα ‘χουν της Ειρήνης.
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα’ ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.
Θ’ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα ‘ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα ‘ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.
Κώστας Καρυωτάκης, Άπαντα, Ερμής, Αθήνα, 2004
«Μια συνάντηση μετά από χρόνια» Γιάννης Μύρτσης
Κι έτσι γίναμε ξένοι.
Τελείως ξαφνικά, ένα όμορφο απόγευμα που δεν μας
έδωσε κανένα σημάδι.
Έναν λόγο εγώ, έναν λόγο εσύ, κι ύστερα σιωπή μεταξύ μας.
Όταν ο ήλιος χάθηκε τα μάτια σου δεν ήταν ίδια, ούτε και τα δικά μου
ήταν πια εκείνα που ’χες γνωρίσει τότε.
Τι ήταν αυτό που μας χώρισε ποτέ δεν θα το μάθουμε ή κι αν,
ποτέ δεν θα το πούμε.
Ώρες κουβεντιάσαμε, τίποτα δεν καταφέραμε.
Έμεινε το ρολόι να χτυπάει σε τόνο νεκρό, έμεινε κι ο πόνος μου
σε κάθε χτύπο της καρδιάς μου.
Τώρα γλυκιά ανάμνηση είσαι στο μυαλό μου, σαν παιδικό χαμόγελο.
Πόσα σου πήρα εκείνο τ’ απόγευμα.
Στο δρόμο βρεθήκαμε χρόνια μετά.
Τίποτα δεν θύμιζε τον έρωτά μας.
Ξένοι πια, τρόμαξα να σε γνωρίσω.
Ούτε ένα σημάδι τόσο δα μικρό δεν έμεινε στο κορμί σου από μένα.
Ο ήλιος έγειρε το πρόσωπό του και χαθήκαμε.
«Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο» Κώστας Καρυωτάκης
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα ‘ναι
ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ’ ένα
Αμάλθειο κέρας.
Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!
Όνειρο ανάγλυφο, θα ‘ρθω κοντά σου
κατακορύφως.
Οι ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει.
Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ’ αρέσω.
Από την ποιητική συλλογή «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» εκδόσεις «Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ»