«Τ’ αυγά» Λαϊκή παράδοση

Εκείνη την εποχή ήταν ένας καπετάνιος με καράβι. Μια φορά έφτασε σ’ ένα λιμάνι και πήγε σε μια ταβέρνα για να φάει. Μπαίνει μέσα και ρωτάει τον ταβερνιάρη:
  – Έχεις τίποτε φαΐ να φάω;
  – Δεν έχω κακόμοιρε! Μου σώθηκαν τα φαγητά. Εδώ δα έχω τρία τέσσερα αυγά τηγανισμένα. Σου κάνουν; να σου τα βάλω να φας;
  Δέχτηκε ο καπετάνιος κι έκατσε κι έτρωγε.
  Κει που έτρωγε, νά κι έρχεται ένας ναύτης, και του λέει που τραβούσαν τις άγκυρες του καραβιού, γιατί επήρε αέρας!
  Παρατάει ο άνθρωπος το φαΐ και τρέχει ίσια στο καράβι του. Μπαίνει μέσα, τραβούν τις άγκυρες πάνω και δεν μπορούν να σιγουρέψουν το καράβι. Βοήθησεν ο Θεός κι ο Άι-Νικόλας και γλίτωσε το καράβι από τη φουρτούνα.
  Έκαμε πέντε έξι χρόνια νά ’ρθει πάλι σ’ αυτό το λιμάνι.
  Άμα ήρθε σ’ αυτό το μέρος, ο καπετάνιος ήρθε να πληρώσει τ’ αυγά που τα είχε στο νου του. Τα θυμόταν που τα χρωστούσε. Ο ταβερνιάρης του βγάζει λογαριασμό αλογάριαστο.
  – Αυτά τ’ αυγά, αν τα εκάθιζα στη όρνιθα, θα έβγαζε τέσσερα πουλιά, δυο πετεινούς, δυο όρνιθες.
  Τον πάει στο δικαστήριο, γιατί τ’ αυγό τ’ αυγού, πουλί του πουλιού, του έπαιρνε το καράβι, και το χρέος δεν εγλίτωνε.
  Εγύριζε ο άνθρωπος σαν παλαβός, που έχανε το καράβι του για τέσσερα αυγά! Επήγε σε μιαν άλλη ταβέρνα που πήγαιναν όλοι οι γέροι. Μέσα εκεί ήταν ένας ψευτοδικηγόρος. Τον είδε στενοχωρεμένον τον άνθρωπο, έμαθε την υπόθεσή του, πάει κάθεται κοντά του και του λέει:
  – Καπετάνιε, βάλε μου μια κούπα κρασί να πιω και μη στενοχωριέσαι. Εγώ θα σου κερδίσω το καράβι αύριο.
  Διατάζει ο καπετάνιος κι έρχεται στη στιγμή η κούπα εμπρός στο δικηγόρο. Πίνει την κούπα, κι ευθύς του γράφει μιαν αναφορά και την πάει στο δικαστήριο. Η αναφορά του όριζε αυτόν για δικηγόρο.
  Έφεξεν η άλλη μέρα, πάει εννιά, πάει δέκα, έντεκα η ώρα, κόντευε μεσημέρι. Όλοι εμαζεύτηκαν όσοι είχαν δίκη, κι ο δικηγόρος μας δεν εφαινότανε.
  Εκεί κατά τις δώδεκα παρά τέταρτο, νάτος και ξεπροβάλλει! Τραγουδούσε κι ερχόταν. Λέει ο δικαστής:
  – Μπράβο σου καλέ άνθρωπε! Μας έχεις τόσην ώρα να σε περιμένουμε και πεθάναμε της πείνας!
  – Ωχ, αδελφέ, δε μ’ αφήνετε! Χτες επήρα πέντε οκάδες κουκιά και τα έστειλα της γυναίκας μου. Εκείνη έπιασε και τα έψησε όλα μαζί. Ετρώγαμε χτες όλη την ημέρα και σήμερα το πρωί ακόμα και μας απόμειναν και κάμποσα. Πήγα το λοιπόν να τα σπείρω και δεν επρόκαμα να έρθω στην ώρα μου…
  Ο ταβερνιάρης παίρνει το λόγο και τον ρωτά:
  – Μα φυτρώνουν τα ψημένα τα κουκιά;
  Απαντάει τότε ο ψευτοδικηγόρος και λέει:
  – Μα βγαίνουν κι απ’ τα ψημένα αυγά πουλιά;
  Δεν χάνει καιρό ο δικηγόρος μας, κόβει την κρίση και βγάζει την απόφαση:
  – Καπετάνιε, έφαγες τέσσερα αυγά: 4 γρόσια, και δυο το ψωμί, 6 γρόσια. Δώσ’ του τα να πηγαίνει στη δουλειά του!
  Εσυμφώνησε κι ο δικαστής μαζί του, κι ο καπετάνιος εκέρδισε το καράβι του. Για φιλοδώρημα, ο καπετάνιος επλήρωσε τον ταβερνιάρη, για να κερνά το δικηγόρο, ώσπου να ’χει το βαρέλι κρασί.

Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος τρίτο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975.

Το βρήκαμε στο «Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού»

«Πρωινό Κυριακής» Γιάννης Μύρτσης

Έχει μια θλίψη πάντα ετούτη η μέρα

κι οι γείτονες θαρρείς έχουν κρυφτεί,

μόνο τακούνια ακούς που κράζουν καλημέρα

κι ύστερα πάντοτε ακολουθεί σιωπή.


Την καρτεράς τις έξι μέρες σαν γιορτή

κι είναι γλυκιά της προσμονής η κάθε σκέψη,

μα σαν θα φτάσει σε πονά κάθε στιγμή

κι αδημονείς γοργά Δευτέρα να επιστρέψει.


Ίσως να φταίει η ζωή μου η πεζή

που έχει μάθει Κυριακές να περιμένει,

γιατί οι άλλες μέρες πάντα μένουν στη σιωπή

και σ’ένα θαύμα η ψυχή να επιμένει.

Από την ποιητική συλλογή «Στις γραμμές του τραίνου»

«Φωτεινό μονοπάτι»

Δεν σας χαρίζω τον πρωινό ήλιο στο μπαλκόνι μου,

ούτε τις φωνές των παιδιών που παίζουν στην αυλή του σχολείου.

Τα πανηγύρια, τις ιαχές στα γήπεδα, το κερί στην εκκλησία.

Δεν θ’ αλλάξω για εσάς τα λουλούδια στη γλάστρα μου,

ούτε θα πάψω να ζητώ την ευχή του παπά στο δρόμο.

Στις λαϊκές θέλω ν’ ακούω τη φωνή του πραματευτή, του καστανά, να βλέπω το

κουρασμένο βήμα του λαχειοπώλη.

Δεν σας χαρίζω ούτε λέξη από την ιστορία μου, ούτε τα γλυπτά μου, κλέφτες!

Δεν επιτρέπω να μ’ αποκαλείτε παράκαιρο, παράφωνο, ξεπερασμένο.

Θέλω τα χρώματα της Ελλάδας να γεμίζουν τα μάτια μου,

την Κυριακή ν’ ακούω την καμπάνα, να στέκω προσοχή στον Ύμνο.

Δεν σας χαρίζω τις θάλασσες, τα βουνά, τη γαλανόλευκη σημαία μου, το μακρύ χορό στον

κάμπο, το βουητό από τις μέλισσες.

Δεν αλλάζω γλώσσα, τρόπους, συνήθειες, δεν αλλάζω Θεό!

Δεν πέθανα ποτέ πιστέψτε με, δεν θα το κάνω τώρα!

Ιστορία, χρώματα, αγάπη, ελπίδα, δύναμη, θάλασσα, ελευθερία όλα ζυμωμένα με την ψυχή

του Έλληνα.     

«Η Κυριακή της συγνώμης δεν υπάρχει πια»

Έμαθες να κοιτάς χαμηλά, να περπατάς με σκυφτό το κεφάλι σαν να ντρέπεσαι, ναι, να

λυπάσαι για σένα.

Να μη ξαποσταίνεις ποτέ, να μη ζητάς, να μη γελάς, να μην ελπίζεις.

Για μια μπουκιά σε σταύρωσαν οι δίκαιοι τούτου του κόσμου, σου φορέσαν κι αγκάθινο στεφάνι.

Στα πανηγύρια σ’ έσυραν, σε χτύπησαν, σε χλεύασαν κι ύστερα σε πούλησαν για έναν

παρά σε γύφτικο παζάρι.

Άνθρωποι χωρίς Θεό και πατρίδα, ασέλγησαν στην ψυχή σου, χτύπησαν με βία τον κόπο

της ζωής σου, τα παιδιά σου.

Κορδωμένοι χαρτογιακάδες, σου μιλούν για το καλό και το κακό που αυτοί μόνο

γνωρίζουν, για να σε κάνουν στο τέλος κομμάτι μιας άχρωμης εικόνας.

Κι εσύ παλεύεις για να ζήσεις.

Παλεύεις κρυφά, χωρίς μιλιά, με κλάμα προσπαθείς να ξυπνήσεις τα βαλτωμένα σου

όνειρα και να πιστέψεις στο ψέμα πως τ’ αύριο θα είναι καλύτερο από το χθες.

Πόσα συγνώμη άραγε πρέπει να ζητήσεις από όλους εκείνους που πίστεψαν κάποτε σε

σένα;   

«Ψυχές»

Η ζωή κάποιων ανθρώπων απλά περνά.

Μοιάζει να περπατούν στο χιόνι χωρίς ν’ αφήνουν ίχνη, σεμνά βαδίζουν στη δύση τους

χωρίς απαιτήσεις. 

Αθόρυβα έρχονται κι αθόρυβα φεύγουν.

Κανείς δεν λογαριάζει αν υπάρχουν, γιατί δεν είναι σπουδαίοι, δεν μιλούν βαθυστόχαστα,

γιατί ποτέ δεν κρύβουν την αλήθεια στα μάτια τους.

Χάνονται σαν το κερί που σβήνει, αφήνοντας εκείνη τη μυρωδιά την έντονη, την πνιγερή,

σαν το ταξίδι της ψυχής τους στο άπειρο και μένουν πίσω τ’ ανείπωτα, τ’ απλά, τ’

απραγματοποίητα όνειρά τους.

Ένα φιλί που λαχταρούσαν δεν το πήραν ποτέ, μια καλημέρα δεν την άκουσαν.  

Στην άκρη της ζωής βάδισαν, σ’ έναν ορίζοντα που ρούφηξε την εικόνα τους αργά και στο

τέλος, άφησε μια θολή γραμμή ν’ αχνοφέγγει  το παράπονο. Ούτε ένα δάκρυ δεν κύλησε…