«Ελπίδα» Γιάννης Μύρτσης

Έτσι ξεκίνησα τότε.
Μ’ ένα παλιό σκαρί που ‘χε σπασμένο το κατάρτι και σκισμένο το πανί. Ένα σκαρί δίχως όνομα και χωρίς γλάρους στο πέρασμά του. Ναι, μα την ελπίδα είχα μέσα μου οδηγό και τα όνειρά μου ήταν ο ούριος άνεμος, που πίστευα πως θα μ’ οδηγούσαν στην ευτυχία.
Κι ήταν πολλά εκείνα που ζητούσα.
Παρέα ήθελα κι ένα σκυλί στο πλάι μου κούρνιασε. Δίψα ένιωθα που μ’ οδηγούσε  σε όλες τις πηγές του κόσμου για να ξεδιψάσω.
Μια αλυσίδα δυσκόλευε το βήμα μου κι έπρεπε ν’ ανέβω ψηλά, στις κορυφές του Ολύμπου, κι από εκεί να πέσω στο κενό για τη σπάσω.
Κι ήταν απόγευμα τότε, μα εγώ δεν κρατιόμουν να ’ρθει το πρωινό για να το ζήσω.
Νύχτα έφυγα μέσα στα σοκάκια κι ήμουν δυνατός, έτσι πίστευα.  Χάθηκα μέσα στην ομίχλη, την κρύα καρδιά και τα παράξενα φώτα της ζωής. Κι εσύ δεν ήσουν πουθενά, όλους τους δρόμους έψαξα.
Και βρήκα ανθρώπους γύρω μου πολλούς.
Άλλους χαμένους στη νιότη τους, άλλους σκυφτούς στα γηρατειά τους, άλλους φοβισμένους να κάνουν ένα βήμα, κι άλλους σε μια βραδιά να έχουν διανύσει όλη την απόσταση της ζωής τους.
Όλοι τους είχαν χαμηλά το κεφάλι, δεν ήθελαν κουβέντα, είχαν τον φόβο βαθιά μέσα στην ψυχή τους.
Μετά έφτασα σε πολιτείες ξένες.
Βρήκα τα δέντρα στη σειρά να τα ’χουν, να θάβουν τα σκουπίδια τους, να είναι το νερό τους βρόμικο και η μέρα τους θολή.
Θόρυβος οξύς χτυπούσε τ’ αυτιά μου συνέχεια. Δεν άντεξα και πήρα τον δρόμο μου ξανά, για χρόνια να αναζητώ τα πάθη μου.
Μετά το ταξίδι κοίταξα πίσω μου να δω τι κατάφερα. Να μετρήσω τους φίλους και τους εχθρούς μου.
Σταμάτησα να δω αν το σκαρί μου πέρασε τις συμπληγάδες, αν χάραξα τ’ όνομά μου σ’ ένα πεύκο, αν είπα έστω κι ένα σ’ αγαπώ.
Κάθισα στη πέτρα μου. Τα συλλογίστηκα όλα.
Πώς τόλμησα τούτο το ταξίδι ούτε κι εγώ δεν ξέρω. Τι μέτρησα, τι είδα, ποιος ήταν εκεί και μου ’δινε δύναμη, μήτε που το ένιωσα.
Όλα τα κατάλαβα σαν μπήκα στο λιμάνι με το κατάρτι σπασμένο και σκισμένο το πανί.
Τότε κατάλαβα πως ότι κι αν βρεις σε νέους κόσμους  δεν έχει καμία αξία αν το ταξίδι το κάνεις μόνος σου. Αν δεν έχεις κάποιον δίπλα σου να σου κρατάει το χέρι και να σου θυμίζει την πορεία σου.
Μόνο τα νιάτα δεν φτάνουν.

«Ένα γράμμα παραμονή πρωτοχρονιάς» Γιάννης Μύρτσης

Καλέ μου φίλε ξεχασμένε, σύντροφε της νιότης μου, εσένα που σ’ άφησα σε μια γωνιά της καρδιάς μου και σε λησμόνησα.
Σήμερα που ανεβαίνω ένα ακόμη σκαλί στην ανηφόρα της ζωής μου σε θυμήθηκα.
Δεν ξέρω πια, μετά από τόσα χρόνια αν υπάρχω ακόμη μέσα σου, μα νιώθω μόνος ξαφνικά χωρίς την παρέα σου, το γέλιο σου, τις συμβουλές σου.
Σήμερα, παραμονή πρωτοχρονιάς ήρθες στο μυαλό μου και με ξύπνησες χαράματα. Τόσο μακριά με πήγες και δάκρυσα.
Δίνω υπόσχεση πως θα σε ψάξω, πως θα σε βρω να σ’ αγκαλιάσω.
Μπορεί να μη το κάνω αύριο, μπορεί τελικά να μη το κάνω ποτέ.
Μπορώ όμως να χαμογελάω κοιτώντας τη φωτογραφία σου και να σου πω μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου, ευχαριστώ που ήσουν στη ζωή μου.
Χρόνια σου πολλά φίλε μου.

«Κορμιά στο χρόνο» Γιάννης Μύρτσης

Κορμιά που τα χτύπησε αλύπητα ο χρόνος σαν το σκαρί στο κύμα, κουρασμένα στέκουν τώρα.
Όχι, δεν σας χαρίστηκε ο χρόνος, στην ομορφιά και τη λάμψη των νιάτων σας δεν μερολήπτησε, δίκαιος στάθηκε απέναντί σας.
Πάγωσε το βλέμμα που κοιτούσε αχόρταγα, έφυγε η εικόνα που προκαλούσε ρίγος και πόθο ανείπωτο.
Νεκρό και το πάθος εκείνο, που μόνο βαθιά στη ψυχή τολμούσε να ζητήσει την ηδονή, κι ελεύθερα να περιπλανηθεί σε σκέψεις λάγνες, χωρίς λογοδοσία και δικαστήρια.
Δεν σας λυπήθηκε ο χρόνος δυστυχώς.
Οι ώρες, οι μέρες, σταλιά, σταλιά λεηλάτησαν την ομορφιά σας και μια ανατριχίλα σκεπάζει εκείνες τις μακρινές στιγμές.
Κορμιά παλιάς λάμψης, παλιάς δόξας, αραγμένα σε όμορφες σκέψεις μέσα στις αγκαλιές του παρελθόντος.
Θρήνος έγινε το τραγούδι, το κάλεσμα του έρωτα και η μαγική βραδιά της προσμονής.
Δεν αντέχω να σας κοιτώ στις παλιές φωτογραφίες, ούτε τα παροπλισμένα όμορφα βράδια μπορώ.
Τα γλέντια του έρωτα, τότε στις μακρινές εμπειρίες της νιότης σας  χάθηκαν στο χρόνο, χωρίς την ελπίδα επιστροφής.

«Τα Χριστούγεννά μου»

Χριστούγεννα και μ’ ένα ποτήρι μπράντι στο χέρι περιμένω.
Καθισμένος στο σαλόνι κοιτάω το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εγώ και η μοναξιά μου.
Φορώ τα καλά μου. Την κόκκινη γραβάτα που μου χάρισες κι εκείνα τα παπούτσια που μόνο τα Χριστούγεννα φορώ.
Τα φωτάκια στο δέντρο αναβοσβήνουν και μου δίνουν την αίσθηση πως έχω παρέα.
Τα γλυκά στο τραπέζι, τα πιάτα, τα ποτήρια, το φαγητό. Όλα είναι έτοιμα. Μόνο εσύ λείπεις.
Σε βλέπω και δακρύζω . Σε περιμένω! Ξέρω, μη μου πεις, γνωρίζω την αλήθεια.
Σαν χάθηκες, τα χρώματα της γης χαθήκανε μαζί σου κι όλα αυτά που κάνω τώρα, τα κάνω μόνο γιατί το ήθελες εσύ.
Κοιτάω ακόμη το στολισμένο δέντρο ώρες μετά. Δεν χτύπησε το κουδούνι, κανείς δεν ήρθε, κανείς δεν θα ’ρθει.  Ξέρουν πως τα Χριστούγεννα τα ζω μόνο για σένα. Εσένα που έφυγες νωρίς.
Πώς να κοιμηθώ το βράδυ; Πώς να φάω, πες μου από πού να κρατηθώ; Θυμάμαι τα Χριστούγεννα  μαζί σου.
Ποιες προσμονές, ποια όνειρα και ποια ελπίδα τώρα να ζητάω; Κοιτώ το χαμόγελό σου σε μια φωτογραφία.
Πόσα χαμόγελα μού στέρησες, πόση αγάπη μού πήρες, μα πόση ζωή μού έδωσες!
Σαν να ’ναι χιόνι αυτό που πέφτει από την παγωμένη μου καρδιά στα χαλιά, στο σαλόνι, στο σπίτι.
Δάκρυα έρχονται στα μάτια μου και μια βαθιά ανάσα γεμίζει το κενό μου.
Σηκώνω το ποτήρι και  ξεσπώ σε κλάματα.
Καλά Χριστούγεννα αγάπη μου.

«Γκόνου Δογιάμα & Κονδύλη» Γιάννης Μύρτσης

Καπετάν Γκόνου Δογιάμα  και Κονδύλη
το στενό που μεγαλώσαμε οι φίλοι
σε κωμόπολη κρυμμένη σε μιαν άκρη
που καλά, καλά δεν βρίσκεται στο χάρτη.
Καπετάν Γκόνου Δογιάμα στην πλατεία
στα νερά μέσα στην κρήνη στη γωνία
τα ποδήλατα τα βράδια σε μιαν άκρη
των ονείρων μας σαν φτιάχναμε το χάρτη.
Καπετάν Γκόνου Δογιάμα στο στενό
μπάλα παίζαμε, κρυφτό, κυνηγητό
σ’ ένα δρόμο απ’ το σπίτι ως το σχολείο
κι έτσι πέρασαν τα χρόνια σαν αστείο.
Καπετάν Γκόνου Δογιάμα τώρα στέκει
μια ανάμνηση που ο κόσμος δεν τη βλέπει
είναι άδειο το στενό, τη γειτονιά μου
δυστυχώς δεν θα γνωρίσουν τα παιδιά μου.

«Στην Παναγία Μαυριώτισσα» Γιάννης Μύρτσης

Στην Παναγία την Μαυριώτισσα, δίπλα στο ήχο του κύματος  περιμένω.
Το αγέρι ψυχρό, χειμωνιάτικο και τα φύλλα των πλατάνων αφημένα στο χώμα νεκρά.
Κάποιοι γλάροι γελούν στο πέρασμα τους, πετούν μπροστά μου και ζητιανεύουν τη μπουκιά. Τους κοιτάω ανήμπορος να  χάνονται στον ουρανό.
Μπροστά μας,  πρόσχαρη η Παναγιά περιμένει να μας δώσει την ευχή της και δίπλα της  ο μοναχός  χτυπάει τα  ξύλα, τα σκίζει στη μέση, προσπαθώντας να ζεστάνει τις κρύες ψυχές μας.
Στον κυματισμό του ορίζοντα σβήνει το βλέμμα  που κοιτά αχόρταγα τη σάρκα και κάνει την καρδιά να στενάζει.
Σκέψεις με παίρνουν μακριά.  Προσπαθούν να ζεστάνουν τα παγωμένα μου χέρια, τη σκληρή μου καρδιά.
Έσφιξα το σακάκι στο κορμί μου  και τι τυχερός Θεέ μου, μια ακτίδα του ήλιου πέρασε μέσα από τα σύννεφα και με ζέστανε.
Σε λίγο θα  βραδιάσει και θα χαθούν οι εικόνες γύρω μου. Θα μείνει μόνο ο ήχος από τα πουλιά της λίμνης, ο ήχος του κρύου αέρα και της παγωμένης μου ανάσας.
Άγια τα χώματα ετούτα που πάτησα.
Ευλογημένος νιώθω, Παναγιά μου γλυκιά μου μητέρα.

«Η Αντιγόνη που δεν γνώρισα»

Το κύμα τις σκέψεις τραβούσε στην άκρη.
Κενό το μυαλό μου κι εσύ ζωή μου κενή.
Ψυχρός ο αέρας πάγωσε τα όνειρα και σαν τέλειωσαν τα παραμύθια η χαρά μου στάθηκε στην άκρη.
Βάλσαμο ήταν ο θάνατος, ναι ήταν, αν μαζί του το σκοπό της ζωής τραγουδούσες.
Καημένα μου χρόνια, τον ήλιο ξοδέψατε σε θάλασσες ρηχές χωρίς κοχύλια.
Φοβάμαι να μιλήσω, μαζεμένος στέκω στη γωνιά μου και τρέμω.
Δεν μπορώ ν’ αντέξω άλλο αυτόν τον πόνο, πώς κατάντησα σκέφτομαι και δακρύζω.
Είμαι κρυμμένος μέσα στο χαράκωμα  του μικρού σκοτεινού και υγρού δωματίου(δεν ήρθες ποτέ χαρά να με δεις, τι κι αν περίμενα χρόνια).
Κι εσύ ζωή παράκουσες τις εντολές κι ήρθες να θάψεις το μυαλό μου σαν άλλη Αντιγόνη.

«Ἡ λεῦκα» Ἰωάννης Πολέμης

Τή  θυμᾶσαι τή λεῦκα μας; Παιγνιδιάρα στήν αὔρα
φιλικά μᾶς προστάτευεν ἀπ᾿ τοῦ ἥλιου τή λαύρα,
καί μέ χάρη σαλεύοντας τή ψηλή κορυφή της
ἐψιθύριζε πρόσχαρη τή χαρά τήν κρυφή της
καί σκορποῦσε τό γέλιο της στούς φραγμούς καί στ᾿ ἀμπέλια.
Γιατί τότ᾿ ἀποκρίνονταν στά δικά σου τά γέλια.
Χθές ἐπέρασα μόνος μου -τί δέ κάνουν τά χρόνια!-
βασιλεύει τριγύρω της ἐρημιά, καταφρόνια!
Κι ἡ θεόρατη λεῦκα μας, πού τόν πόνο μου ξέρει,
μέ μιά θλίψη παράξενη ψιθυρίζει στ᾿ ἀγέρι
καί σκορπᾷ τό παράπονο μές στοῦ ἥλιου τό κάμα…
Γιατί τώρ᾿ ἀποκρίνεται στό δικό μου τό κλάμα.
Από την ποιητική συλλογή «Ανθολογία της νεωτέρας ελληνικής ποίησης»
υπό  Ιωάννου Πολέμη Εκδόσεις «Δαμιανός – Δωδώνη» σελ 258

«Το παλιό βιολί» Ιωάννης Πολέμης

Άκουσε τ΄ απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ΄ αχνά κι’ απάρθενα της αγάπης χείλη.
Και τ’ αηδόνι τ’ άγρυπνο και το ζηλευτό
ζήλεψε κι εσώπασε κι έσκυψε κι εστάθη
για να δει περήφανο τι πουλί ειν’ αυτό
που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.
Ως κι ο γκιώνης τ’ άχαρο, το δειλό πουλί,
με λαχτάρ’ απόκρυφη τα φτερά τινάζει
και σωπαίνει ακούγοντας το παλιό βιολί,
για να μάθει ο δύστυχος πως ν` αναστενάζει.
Τι κι αν τρώει το ξύλο του το σαράκι;
κι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι;
Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
η φωνή του γίνεται, όσο αυτό παλιώνει.
Ειμ` εγώ τ’ απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί
με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.
Τι κι αν τρώει τα σπλάχνα μου το σαράκι; τι
κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με τον χρόνο;
Πιο γλυκιά πιο όμορφη και πιο δυνατή
γίνεται η αγάπη μου, όσο εγώ παλιώνω.
Από την ποιητική συλλογή «Το παλιό βιολί» εκδόσεις «ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ»  2011  σελ. 5

«Ερωτικό» Ναπολέων Λαπαθιώτης

Αποτέλεσμα εικόνας για ναπολέων λαπαθιώτης

Ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης 
Καημός αλήθεια να περνώ, του έρωτα πάλι το στενό
Ωσπου να πέσει η σκοτεινιά μια μέρα του θανάτου.
Στενό βαθύ και θλιβερό που θα θυμάμαι για καιρό
Τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμα του.
Ας είν’ ωστόσο, τι ωφελεί γυρεύω πάντα το φιλί
Στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση.
Γυρεύω πάντα το φιλί αχ, καρδιά μου, που μου το ‘τάξανε πολλοί
Κι όμως δε μπόρεσε κανείς, ποτέ να μου το δώσει.
Ίσως μια μέρα όταν χαθώ γυρνώντας πάλι στο βυθό
Και με τη νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι
Αυτό το ανεύρετο φιλί που το λαχτάρησα πολύ
Σαν μια παλιά της οφειλή να μου το ξαναφέρει.