«Ένας δρόμος στην εξοχή»

Μπροστά στην κρυμμένη πόρτα από τις φυλλωσιές και τ’ αγριόχορτα σταθήκαμε.

Ανάσα στο περπάτημα στην εκδρομή μιας Κυριακής που θα ’χε σβήσει από τη μνήμη μου αν δεν στεκόμασταν εκεί.

Πολλά τα λόγια της στιγμής, που αντήχησαν πάνω της, μα πιο πολλά τα βλέμματα, θαμπά όμως, λες κι ήταν πόνος της ψυχής.

Πλάι, πεσμένη άσχημη και σκουριασμένη, μια ταμπέλα ακόμη αναγγέλλει στον επισκέπτη, «Εξοχικόν κέντρον η παρέα».

Σπασμένα τζάμια γύρω της, σκέτος τάφος και μόνο το τιτίβισμα των πουλιών τον ζωντανεύει για λίγο.

Δεν μπορώ να μη φανταστώ τις μέρες που έκρυβε παράνομους έρωτες, νιάτα κι οσμές πολλών ανθρώπων.

Δεν μπορώ να μην αφουγκραστώ τα φαντάσματα των στιγμών που σταυρωμένα στο χρόνο περιμένουν άδικα την ανάσταση.

Προσπέρασαν οι άλλοι, προσπέρασα κι εγώ.

Η ζωή τρέχει, αδιαφορεί, ξεχνά.

«Απέθαντος έρωτας»

«Απέθαντος Έρωτας » της  Άντρια Νικολάου

ΕΞΩΦΥΛΛΟ (2).JPG

«Η ποιητική συλλογή «Απέθαντος Έρωτας» είναι ένας ύμνος προς την κάθαρση, στον δρόμο της αιωνιότητας μέσω ενός απέθαντου έρωτα που φέρνει το στίγμα της πιο ισχυρής μορφής αγάπης που εξιλεώνει, εξαγνίζει και εντέλει ανυψώνει τις ψυχές προς την ουράνιά τους διάσταση. Είναι μια σειρά από συναισθήματα αραδιασμένα σε ποιητικές εικόνες που μπλέκονται με τη φιλοσοφία, και όταν ενωθούν, καθρεφτίζουν μια ιστορία αγάπης που ξεκίνησε «τυχαία» ένα δειλινό στην χώρα της επαγγελίας. Μέσω μιας περιδιάβασης σε μονοπάτια όπου το φως μπλέκεται με τις σκιές της γήινης μας υπόστασης γίνεται μια μάχη για τον θάνατο του ανθρώπινου «εγώ» και την ανύψωση της ανιδιοτελούς αγάπης που λειτουργεί σαν φάρος για τα βήματα της ανθρωπότητας προς το φως»
Άντρια Νικολάου   «Απέθαντος Έρωτας» «ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΝΟΗ»

«Μια προσευχή για τις μοναχικές ανάσες»

Μια προσευχή για εκείνους που έμειναν μόνοι στο ταξίδι της ζωής, που έχασαν το τραίνο

της αγάπης και ρίζωσαν σε λίγα μέτρα γης, σ’ άγονο τόπο, κρύο και διψασμένο.

Ένα άγγιγμα μόνο, κάτι σαν χάδι, στα παγωμένα τους χέρια που δε ζεστάθηκαν ποτέ κι

άλλη καρδιά δε χτύπησε ποτέ για εκείνους.

Μάτια δεν τους θώρησαν γλυκά, μοναδικά, αχόρταγα, ερωτικά και δακρυσμένα.

Καλές οι θάλασσες ας ευχηθούμε στο σκαρί τους το ρημαγμένο, μακριά από ξέρες,

συμπληγάδες και ληστές. Μακριά από ψεύτικες ανάσες και πικρές ποτισμένες με κώνειο

γιορτές.

Ένα κερί για τις ψυχές τις μοναχές, ένα δάκρυ κι ίσως μια καλημέρα να είναι αρκετή για να

κερδίσουν το χαμόγελο μιας μέρας.

«Επιβάτες Του Χρόνου»

Είναι ώρα, κουρασμένος πια απ’ το ταξίδι του χρόνου, ν’ ακουμπήσω τις αποσκευές μου

στο βρεγμένο χώμα, στο γεμάτο νεκρές μνήμες και όνειρα που δεν ειπώθηκαν ποτέ.

Πέτρινα βήματα με χαραγμένο το διάβα μου, ανάμεσα στο ουρλιαχτό τού λύκου και στο

νιαούρισμα τής γάτας.

Ματαιοπονώ και το ξέρω.

Ξεθωριασμένες φωτογραφίες, πεταμένες  άτακτα στα συρτάρια σκιαγραφούν τη

ματαιότητα, τη φθαρτότητα και την πτώση ενός σώματος, που παράσυρε ανελέητα και

την ψυχή του στο δικό της ξεπεσμό.

Δεν αντέχεται τούτο το πρωινό  με την ομίχλη να σκεπάζει τον ορίζοντα και το βλέμμα

μου να μουδιάζει το μυαλό.

Οι Σειρήνες με καλούν για ένα ακόμη μάταιο ταξίδι στο σκοτάδι.

Πού είναι εκείνο το μονοπάτι που οδηγούσε στο φως; Αναρωτιέμαι.

Χαράματα και νιώθω θαμμένος μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, της βαθιάς νύχτας, της

αξημέρωτης.

«Μέρα Χριστουγέννων»

Με  άδεια χέρια έρχομαι.

Δεν έχω δώρα να σου δώσω τυλιγμένα με πολύχρωμες κορδέλες.

Ευχές σου φέρνω μόνο, φτιαγμένες απ’ τους χτύπους της καρδιάς μου και τα όνειρα που

έκανα κάτω από το στολισμένο δέντρο.

Αναστενάζω και κοιτώ βαθιά στον ορίζοντα τα γκρίζα σύννεφα, που αγκαλιά με το βουνό

είναι σκληρά σαν το χρόνο.

Αργά τα βήματά μου φοβισμένα σ’ έναν δρόμο που δεν γνωρίζω πια.

Χρόνια πριν έχασα την οσμή του και θόλωσε η εικόνα του μπροστά μου.

Να σε χαρούν τα μάτια μου για λίγο, θέλω.

Ν’ ακούσω να μου λες πως είσαι καλά.

Τίποτα άλλο.

«Καλό Ταξίδι»

Σίγησε η φωνή σου εκείνο το ξημέρωμα.

Σταμάτησε η ανάσα σου  ήρεμα, σχεδόν χαμογελαστή  έφυγες από κοντά μας κι  η ψυχή

σου απλώθηκε στα μονοπάτια και στις γειτονιές  τ’ ουρανού.

Άδεια η κάμαρα που χρόνια ζέσταινε τον ερχομό και την άνοιξη.  Τους τοίχους της

νότισαν στάλα, στάλα   η προσμονή, τα δάκρυα του αποχαιρετισμού, ο ερχομός και το

καλό ταξίδι.

Δεν θ’ αντικρίσω ξανά το βλέμμα σου, αυτό  που με κοιτούσε μ’ εκείνον τον τρόπο, τον 

μοναδικό, τον πιο ξεχωριστό απ’ όλους.

Πολλά είναι εκείνα που δεν έκανα κι αλλά τόσα  που δεν σου είπα, τι δειλός  που ήμουν.

Γυρίζουν τα ρολόγια  μαζεύοντας τον χρόνο  που τόσο πολύ υποτίμησα και κοιτώ

δακρυσμένος τ’ αχνάρια που τόσο έντονα άφησε στη ζωή μου το πέρασμά σου.

Θα ξημερώσει σε λίγο μα θα ‘ναι μια άλλη μέρα. Μια μέρα δίχως την έγνοια σου  να με

συντροφεύει, δίχως τα πρέπει, τα πρόσεχε,  φάε, ντύσου.

Άδικο είναι το ξέρω, μα έτσι είμαστε φτιαγμένοι, να φεύγουμε.

Και θα μείνει ένα μικρό φως στον ουρανό που θα’ναι το δικό σου. Και θα σου μιλώ σα

νιώθω μικρός και μόνος και θα ψάχνω το χέρι σου να με ζεστάνει, να με κρατήσει να μην

πέσω, έτσι όπως έκανες πάντα.

Ποτέ δεν θα φύγεις από μέσα μου κι ας ήμουν μακριά κι ας ήμουν ξένος στα χρόνια μας

που άδικα ξοδέψαμε.

«Μνήμες Πατρίδα μου»

Μη κοιτάς τόσο πίσω γιατί με πληγώνει

παραμένει ο θρύλος στην καρδιά ζωντανός

ιστορία και αγώνας πάνω σ’ ένα μπαλκόνι

μια σημαία στον άνεμο κι ένας γκρίζος ιστός.

Πώς να πω στα παιδιά μου στ’ αλήθεια τι νιώθω;

Μαραζώνω τα βράδια σαν στέκομαι εκεί

το μυαλό φτερουγίζει στην Πόλη στη Σμύρνη

πληγωμένη Ελλάδα και μνήμη πικρή.

Του πολέμου τα λάβαρα υψώνονται πάλι

ο μαρμαρωμένος ξυπνάει Βασιλιάς

προσκυνά στης Αγίας Σοφίας τη Χάρη

καβαλάρης περνά, νικητής λευτεριάς.

Μια ακτίνα του ήλιου τα μάτια μού κλείνει,

καρδιοχτύπι  με πιάνει κι ένα δάκρυ κυλά

πότε θα ’ρθει Χριστέ μου το χρυσό παλικάρι

κι η ψυχή να πετάξει στα ουράνια ψηλά.

«Έφυγες»

Οι αέρηδες κόπασαν ψηλά στη γειτονιά σου.

Οι ιαχές του πολέμου έπαψαν, όλοι πενθούν τιμούν το μαχητή που κρατούσε περήφανα

τη ζωή μας στα χέρια του.

Πιάνω με πείσμα το πρόσωπό μου, δε θα κλάψω, δε θα λυγίσω.

Ποιος κλαίει τα παλικάρια του;

Δάκρυ ανθρώπινο γι’ αυτούς δεν έχει.

Ο ουρανός τους κλαίει.

Το ταξίδι των σκιών

Παγώνει το βλέμμα μου στης κουπαστής την άκρη, κι αναρωτιέμαι, παράλογα ίσως, ποιο

θα μπορούσε να ’ναι τ’ όνομα της βάρκας.

Τι είναι αυτό το ξαφνικό ταξίδι που μου ’παν πώς θα κάνω;

Ποιος τ’ ορίζει, ποιος δίνει άραγε τη διαταγή γι’ αυτό;

Δεκάδες βλέπω περιμένουν στη σειρά, σ’ ένα τοπίο άχρωμο, νεκρό στου Αχέροντα την

όχθη, που έμειναν σκιές, χωρίς την όψη τη γλυκιά, χωρίς λαλιά, χωρίς τραγούδι.

Ήρθε η σειρά μου, ερημιά παντού και κυλάω στο ρέμα μαζί μ’ εκείνον που ώρες έβλεπα να

κάνει την ίδια διαδρομή.

Δε μου μιλά, δε βγάζει λέξη. Μαύρος στην όψη, ασάλευτος κι αυτός σαν το ποτάμι, μοιάζει

ζωγραφιά.

Ούτε πουλί, ούτε αγρίμι γύρω μας, μόνο βοή βαθιά στις κάτω ρεματιές. Κατηφορίζουν τα

νερά κι όλα μοιάζουν να τρέχουν.

Δε ρώτησε αν έχω νόμισμα να πληρωθεί τον κόπο του. Δε μου ’πε τίποτα, δε νοιάστηκε τι

αφήνω πίσω μου, αν νοσταλγώ, αν αγαπώ κι αν είχα κι άλλα βήματα μπροστά να κάνω.

Τίποτα δεν έκανα ακόμη βαρκάρη, ακούς;

Τη ζωή την έζησα στο ψέμα και στα πρέπει. Δεν άφησα την καρδιά μου να χτυπήσει

ελεύθερα, ν’ αγαπήσει, να πληγωθεί κι έχασα την πορεία μου στ’ ανθρώπινο το ψέμα. Μ’

ακούς; Πες μου που να σε πάρει μ’ ακούς;

Δεν ξεδιψάω απ’ το νερό σου, δε θέλω να ξεχάσω τίποτα απ’ τ’ ανθρώπινά μου πάθη!

Θέλω να νιώθω, να θυμάμαι τη ζωή, το πέρασμά μου από το φως. Ακούς;

«Η μοναξιά ενός κηπουρού»

Μοναξιά περιβάλλει τα έρημα πλήθη και τις ανυπόμονες ψυχές που νοσταλγούν μέσα στ’ απόκρυφα μονοπάτια του μυαλού  το χαμένο Παράδεισο.

Στοιχειωμένες σκέψεις, παράσιτα ορθώνονται γεμίζοντάς μας με ενοχές για τα πάντα.

Αδέσποτα σκυλιά τρέχουν ξωπίσω μας, νιώθοντας  πως κι εμείς είμαστε ένα μ’ αυτά, χαμένοι στα άδεια στενά της πόλης.

Απόλυτο χάος στη ζωή μας,  όλα  γίνονται χωρίς κανόνες πια.

Αριστερά μανιφέστα, ξεδιάντροπα και δεξιές δοξασίες ανυπόφορες. Άδεια ακούγονται τα λόγια τους σαν ήχος ντενεκέ, φάλτσα,  από έναν λαό που θυσιάζει καθημερινά τα παιδιά του καρτερώντας το λευκό πανί του πλοίου. Μάταια!

Στη νύχτα, τη βαθιά του Ερέβους τη θυγατέρα, δε φάνηκε ούτε σήμερα κείνο τ’ άστρο κι η σωτηρία μας αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Υπομονή.

Σιχαμερά σκουλήκια κατατρώγουν τις σάρκες μας  κι όλα γύρω μας είναι ψέμα μέσα στο ψέμα. Θολό το βλέμμα από το δάκρυ. Άδικος ο κόπος, δεν αλλάζουν πια τα ρητά. Το πεπρωμένο φυγείν  αδύνατον, κισμέτ το λένε κάποιοι άλλοι.

Πλανεμένα βήματα, διαρκώς ξεστρατίζουν αναζητώντας ανυπόμονα το σταθμό τους  σαν λοταρία στο ξεκίνημα της νέας μέρας. Της κάθε μέρας, της ίδιας μέρας.

Άγουρα κορμιά στον έρωτα χωρίς αγάπη, χωρίς συναίσθημα, χωρίς την προσμονή της αυριανής αγκαλιάς.

Λαθεμένα ίσως, αγαπήσαμε την αμαρτία, που παρόλη της τη γύμνια,  δίνει ζωή και φλόγα στα φθαρμένα μας όνειρα.