«Χριστούγεννα»
Άστρα με χρώμα και φως κύλισαν στην εικόνα.
Φώτισε η νύχτα κι άλλαξε η όψη της. Δεν σε φοβίζει πια το έρεβος που κουβαλάει, ούτε το σώμα σου υποφέρει στο κρύο του χειμώνα.
Το μήνυμα της ζωής ήρθε και το μείγμα της γνώσης είναι ανάμεσά μας. Στέκεται ακούραστο μπροστά στ’ αδάμαστο μυαλό που ακόμη αμφιβάλλει.
Κι ανθίζει η γη μες στον χειμώνα κι αρώματα παράξενα, γλυκά, γεμίζουν τη ψυχή μας.
Νιώθουμε τ’ άγγιγμα της αγάπης στους ώμους μας και το φτερούγισμα της καρδιάς προς τ’ άπειρο τούτου του κόσμου, αγαλλίαση φέρνει στους χτύπους της.
Στην κόψη της ιστορίας σταμάτησε ο νους, στην αλήθεια και στο ψέμα, σ’ εκείνο το μεταίχμιο της λογικής και της τρέλας, αναζητώντας την αλήθεια που δεν μπορεί να δει.
Μίλα μου, μη σωπαίνεις τούτες τις ώρες της γέννησης του Φωτός. Άνοιξε την κλειδωμένη σου καρδιά και σπάσε τα δεσμά του μίσους. Χαμογέλασε προς τη ζωή Του.
Τώρα είναι η στιγμή να μαρτυρήσεις τ’ ανείπωτα σου.
«Αυτοφωτογραφίζομαι»
Αυτοφωτογραφίζομαι κι εκθέτω τον εαυτό μου οικειοθελώς στα βλέμματα των άλλων.
Δεν βάζω όρια στο χαμόγελό μου και ποντάρω πολλά στην ομορφιά μου.
Φωτογραφίζω τις στιγμές μια καθημερινότητας, που πασχίζω με νύχια και με δόντια να κρατήσω στα
μάτια όλων ευτυχισμένη και βγάζω μπροστά, αυτό που θα ’θελα να είμαι.
Πίσω μου απλώνεται εκείνο το ανατριχιαστικό, παγωμένο σκοτάδι και νιώθω τη νεκρική ευθεία των
συναισθημάτων μου, σ’ ένα αδιαπέραστο κενό ισοπεδωτικής μοναξιάς.
Χαμογελάω, μα πίσω από τις μπογιές και τα φτιασίδια κατοικεί η αλήθεια που στο στιγμιαίο άνοιγμα
του κλείστρου δεν μπορεί να φανεί.
Αυτοφωτογραφίζομαι και καλώ εσάς όλους γύρω μου, γνωστούς κι αγνώστους να με προσέξετε,
για να με πείσω πως υπάρχω.
Αυτοφωτογραφίζομαι ελπίζοντας πως θα διεγείρω το γενετήσιο ένστικτό σας, το αίσθημα του
θαυμασμού ή και της λύπης σας ακόμη. Όλα δεκτά.
Αυτοφωτογραφίζομαι, πιστεύοντας πως αυτό είναι η μόνη αλήθεια και πως μόνο μέσα απ’ αυτό
μπορώ ν’ αλλάξω τη ζωή μου.
«Σιωπώντας» Γιάννης Μύρτσης
Απλανές βλέμμα, σκαμμένο πρόσωπο, γκρίζα μαλλιά, φορτωμένος στην πλάτη τα χρόνια του νου.
Πίσω οι μέρες υφαίνουν το δικό τους γαϊτανάκι τραγουδώντας αδιάκοπα αυτά που έζησαν. Έβαψαν με χρώματα λύπης, θυμού, καλοσύνης, αδιαφορίας κι αγάπης τις ώρες τους.
Τα ροζιασμένα χέρια είναι κρύα, άδεια. Η μη ταυτόχρονη φυγή βάσανα φέρνει. Πως μπορεί το μυαλό να χωρέσει αυτή τη τρελή μοναξιά;
Ένα παγκάκι έχει ακόμη πάνω τα ίχνη της, έτσι θέλει να πιστεύει και τ’ ακουμπάει πέρα ως πέρα συνέχεια, ασταμάτητα.
Περπατά χωρίς φως ξένος στα γνωστά μονοπάτια και τίποτα δεν είναι πια οικείο, σαν τις γεύσεις των φαγητών, τις άσχημες, που ’φεραν γνωστικοί απ’ άλλα μέρη.
Ένας μικρός σταυρός κι ένα κοχύλι είναι η θύμηση της.
Τόσο κοντά, μα κάτω από το χώμα είναι η αληθινή αγάπη κι οι αδύναμοι χτύποι μιας καρδιάς που αγάπησε τόσο, ακόμη επιμένουν.
Όλα πια δείχνουν χλωμά κάτω από το φως του φεγγαριού που δεν μπορεί πια να μαγεύει τις αισθήσεις, ούτε να έχει τη λάμψη του καλοκαιριού. Αντίθετα μαύρους συνειρμούς εγείρει η εικόνα του.
Θάνατος απλώνεται στην κουρασμένη σκέψη, τίποτε άλλο.
«Εφημέριος Γεωργίου» Γιάννης Μύρτσης
Ο Εφημέριος Γεωργίου πέθανε. Τον βρήκαν νεκρό στο σπίτι του μέρες μετά και χωρίς πομπές, κόσμο και δάκρυα, οδηγήθηκε στην τελευταία του κατοικία.
Ήταν καλός άνθρωπος και καλός πολίτης, συνετός σε όλα του. Δεν ξενυχτούσε, δεν έπινε κι έκανε πάντα συντροφιά με ευσεβείς και σπουδαγμένους.
Ο νους του δεν έβαζε άσχημους λογισμούς κι ούτε ποθούσε το κορμί το γυναικείο, καθώς ο δάσκαλος του είχε πει πως είναι αμαρτία.
Έμεινε μόνος στη ζωή, γυναίκα πλάι του δε θέλησε, δε θα μπορούσε άλλωστε να τα καταφέρει. Πολλές οι ευθύνες, σκέφτονταν.
Ταξίδια μακρινά δεν τόλμησε να κάνει. Κίνδυνος, κούραση, χαμένα χρήματα. Τι τα θες, έλεγε κι έσκυβε το κεφάλι.
Στο γήπεδο πότε του δεν πήγε. Βία και συμφορά, έλεγε στον ξάδελφο του κάθε Χριστούγεννα, στο τραπέζι που τον καλούσε η θειά του. Δεν είχε άλλους στη ζωή.
Υπάλληλος του δήμου ήταν, χωρίς πολλές απαιτήσεις κι ένα γερό κομπόδεμα για ώρα ανάγκης που ’μεινε απείραχτο ως το τέλος, χωρίς να καταφέρει να τον σώσει.
Ο Εφημέριος Γεωργίου πέθανε. Σ’ ένα χαρτί το ’γραψε ο νεκροθάφτης κι όσοι το διάβαζαν ρωτούσαν ποιος είναι αυτός.
Έφυγε κι ούτε ένα δάκρυ δε χύθηκε για κείνον.
Οι καφέδες και τα ποτήρια με κονιάκ έτσι έμειναν, ανέγγιχτα στο τραπέζι.
Ούτε ένα καλό κατευόδιο δεν ακούστηκε από μια τρεμάμενη φωνή.
Σταυρό στον τάφο του κανείς δε θα του βάλει κι όταν ξεθωριάσουν και σβήσουν τα γράμματα του ονόματός του στο χαρτί, στο στύλο της ΔΕΗ, θα είναι σαν να μην πέρασε ποτέ.
«Η ζωή μας»
Η ύπαρξή μας ζυμωμένη με αυταπάτες, διαφημιστικά φυλλάδια κενόδοξα, με ψέμα. Μια πρέζα αλήθειας μοναχά για τα δύσκολα, για εκείνα που πιστεύαμε πως δε θα ’ρθουνε για εμάς.
Μας έταξε η ζωή πως θα ζήσουμε τ’ όνειρο και κατέληξε εφιάλτης, καθώς δεν μπορέσαμε να κρατήσουμε τα ζύγια της σωστά.
Άκομψες, ανούσιες και άθλιες οι πράξεις μας – προς τον εαυτό μας – και όσες στιγμές θα άξιζε να τις ζήσουμε με πάθος, τις δώσαμε ενέχυρο για τριάντα αργύρια (τόσο αξιολογήσαμε την ψυχή μας).
Σκυφτοί και πληγωμένοι είμαστε στο διάβα της, αναζητώντας το τέλος του έντιμου αυτόχειρα στη στερνή ανηφόρα της μοναξιάς μας.
Επιτέλους λέμε σαν νιώθουμε το θάνατο κοντά μας, σαν μας ακουμπά η ανάσα του και σβήνουν τα φανάρια της ελπίδας ένα, ένα. Καμιά φορά κλαίμε από χαρά για το μαρτύριο που τελειώνει.
Βλέπουμε πίσω μας, αυτά που χάσαμε, που δε προλάβαμε να ζήσουμε ελπίζοντας πως κάποιος άλλος θα μπορέσει να τα ζήσει. Άδικος κόπος! Πριν γεννηθούμε αιχμάλωτοι είμαστε σ’ έναν κόσμο υλικών ματαιοτήτων, αποταμιεύοντας με μανία ένα νόμισμα που δεν έχει κανένα αντίκρισμα, παρά μόνο ως οβολός στου Χάροντα τη βάρκα.
Ο έρημος τάφος ότι καταφέραμε.
«Σπασμένα όνειρα» Γιάννης Μύρτσης
Χαμογελώντας σαρδόνια χτυπάς το πόδι σου με δύναμη στο χώμα.
Ανυπάκουα όνειρα και σβησμένες ψυχές στο διάβα σου.
Όλα τα τσαλαπάτησες για ένα ταξίδι που τελικά δεν έκανες..
Ξαφνικά θυμήθηκες κείνο το παραμύθι με τον πρίγκιπα, μα ο βάτραχος ακόμα κοάζει στους βάλτους της ζωής σου τρυπώντας σου τ’ αυτιά. Αδιάλειπτα, ανυπόφορα, κακόηχα.
Αδικημένη η παρόρμηση της νιότης σου. Μια βάρκα ήταν χωρίς τιμόνι, χωρίς πυξίδα, ανεμοδαρμένη χωρίς έλεος στα παγωμένα κύματα της υποκρισίας σου.
Απόμεινες μονάχος, στον έρημο σταθμό χωρίς να νοσταλγείς τίποτα κι ούτε μια φωτογραφία του χθες δεν μπορείς να κοιτάξεις, δίχως να σε πληγώσει.
Νυχτερινός επισκέπτης η μορφή της χρόνια τώρα κι η απουσία της βάρος στο μακρινό σου ταξίδι, σαν αερικό που τυλίγει τη σκέψη σου χωρίς συμπόνια, οδηγώντας σε, σε μια θλίψη ακατανόητη.
Μάζεψες τα χρόνια σου σ’ ένα σακούλι, δεν ήθελες να τα ξοδέψεις σ’ ανόητα υποκατάστατα μιας ηδονής εφήμερης.
Διάλεξες να περιμένεις εκείνη που ποτέ δεν επέστρεψε κι έμεινες μόνος σ’ έναν κόσμο που ποτέ δεν στάθηκε πλάι σου, σ’ έναν κόσμο που σε κάθε σου στραβοπάτημα μειδίαζε ειρωνικά και που ποτέ κανείς δεν άπλωσε το χέρι του να σε κρατήσει.

