«Επιβάτες Του Χρόνου»

Είναι ώρα, κουρασμένος πια απ’ το ταξίδι του χρόνου, ν’ ακουμπήσω τις αποσκευές μου

στο βρεγμένο χώμα, στο γεμάτο νεκρές μνήμες και όνειρα που δεν ειπώθηκαν ποτέ.

Πέτρινα βήματα με χαραγμένο το διάβα μου, ανάμεσα στο ουρλιαχτό τού λύκου και στο

νιαούρισμα τής γάτας.

Ματαιοπονώ και το ξέρω.

Ξεθωριασμένες φωτογραφίες, πεταμένες  άτακτα στα συρτάρια σκιαγραφούν τη

ματαιότητα, τη φθαρτότητα και την πτώση ενός σώματος, που παράσυρε ανελέητα και

την ψυχή του στο δικό της ξεπεσμό.

Δεν αντέχεται τούτο το πρωινό  με την ομίχλη να σκεπάζει τον ορίζοντα και το βλέμμα

μου να μουδιάζει το μυαλό.

Οι Σειρήνες με καλούν για ένα ακόμη μάταιο ταξίδι στο σκοτάδι.

Πού είναι εκείνο το μονοπάτι που οδηγούσε στο φως; Αναρωτιέμαι.

Χαράματα και νιώθω θαμμένος μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, της βαθιάς νύχτας, της

αξημέρωτης.

«Μέρα Χριστουγέννων»

Με  άδεια χέρια έρχομαι.

Δεν έχω δώρα να σου δώσω τυλιγμένα με πολύχρωμες κορδέλες.

Ευχές σου φέρνω μόνο, φτιαγμένες απ’ τους χτύπους της καρδιάς μου και τα όνειρα που

έκανα κάτω από το στολισμένο δέντρο.

Αναστενάζω και κοιτώ βαθιά στον ορίζοντα τα γκρίζα σύννεφα, που αγκαλιά με το βουνό

είναι σκληρά σαν το χρόνο.

Αργά τα βήματά μου φοβισμένα σ’ έναν δρόμο που δεν γνωρίζω πια.

Χρόνια πριν έχασα την οσμή του και θόλωσε η εικόνα του μπροστά μου.

Να σε χαρούν τα μάτια μου για λίγο, θέλω.

Ν’ ακούσω να μου λες πως είσαι καλά.

Τίποτα άλλο.

«Μνήμες Πατρίδα μου»

Μη κοιτάς τόσο πίσω γιατί με πληγώνει

παραμένει ο θρύλος στην καρδιά ζωντανός

ιστορία και αγώνας πάνω σ’ ένα μπαλκόνι

μια σημαία στον άνεμο κι ένας γκρίζος ιστός.

Πώς να πω στα παιδιά μου στ’ αλήθεια τι νιώθω;

Μαραζώνω τα βράδια σαν στέκομαι εκεί

το μυαλό φτερουγίζει στην Πόλη στη Σμύρνη

πληγωμένη Ελλάδα και μνήμη πικρή.

Του πολέμου τα λάβαρα υψώνονται πάλι

ο μαρμαρωμένος ξυπνάει Βασιλιάς

προσκυνά στης Αγίας Σοφίας τη Χάρη

καβαλάρης περνά, νικητής λευτεριάς.

Μια ακτίνα του ήλιου τα μάτια μού κλείνει,

καρδιοχτύπι  με πιάνει κι ένα δάκρυ κυλά

πότε θα ’ρθει Χριστέ μου το χρυσό παλικάρι

κι η ψυχή να πετάξει στα ουράνια ψηλά.

«Έφυγες»

Οι αέρηδες κόπασαν ψηλά στη γειτονιά σου.

Οι ιαχές του πολέμου έπαψαν, όλοι πενθούν τιμούν το μαχητή που κρατούσε περήφανα

τη ζωή μας στα χέρια του.

Πιάνω με πείσμα το πρόσωπό μου, δε θα κλάψω, δε θα λυγίσω.

Ποιος κλαίει τα παλικάρια του;

Δάκρυ ανθρώπινο γι’ αυτούς δεν έχει.

Ο ουρανός τους κλαίει.

Το ταξίδι των σκιών

Παγώνει το βλέμμα μου στης κουπαστής την άκρη, κι αναρωτιέμαι, παράλογα ίσως, ποιο

θα μπορούσε να ’ναι τ’ όνομα της βάρκας.

Τι είναι αυτό το ξαφνικό ταξίδι που μου ’παν πώς θα κάνω;

Ποιος τ’ ορίζει, ποιος δίνει άραγε τη διαταγή γι’ αυτό;

Δεκάδες βλέπω περιμένουν στη σειρά, σ’ ένα τοπίο άχρωμο, νεκρό στου Αχέροντα την

όχθη, που έμειναν σκιές, χωρίς την όψη τη γλυκιά, χωρίς λαλιά, χωρίς τραγούδι.

Ήρθε η σειρά μου, ερημιά παντού και κυλάω στο ρέμα μαζί μ’ εκείνον που ώρες έβλεπα να

κάνει την ίδια διαδρομή.

Δε μου μιλά, δε βγάζει λέξη. Μαύρος στην όψη, ασάλευτος κι αυτός σαν το ποτάμι, μοιάζει

ζωγραφιά.

Ούτε πουλί, ούτε αγρίμι γύρω μας, μόνο βοή βαθιά στις κάτω ρεματιές. Κατηφορίζουν τα

νερά κι όλα μοιάζουν να τρέχουν.

Δε ρώτησε αν έχω νόμισμα να πληρωθεί τον κόπο του. Δε μου ’πε τίποτα, δε νοιάστηκε τι

αφήνω πίσω μου, αν νοσταλγώ, αν αγαπώ κι αν είχα κι άλλα βήματα μπροστά να κάνω.

Τίποτα δεν έκανα ακόμη βαρκάρη, ακούς;

Τη ζωή την έζησα στο ψέμα και στα πρέπει. Δεν άφησα την καρδιά μου να χτυπήσει

ελεύθερα, ν’ αγαπήσει, να πληγωθεί κι έχασα την πορεία μου στ’ ανθρώπινο το ψέμα. Μ’

ακούς; Πες μου που να σε πάρει μ’ ακούς;

Δεν ξεδιψάω απ’ το νερό σου, δε θέλω να ξεχάσω τίποτα απ’ τ’ ανθρώπινά μου πάθη!

Θέλω να νιώθω, να θυμάμαι τη ζωή, το πέρασμά μου από το φως. Ακούς;

«Η μοναξιά ενός κηπουρού»

Μοναξιά περιβάλλει τα έρημα πλήθη και τις ανυπόμονες ψυχές που νοσταλγούν μέσα στ’ απόκρυφα μονοπάτια του μυαλού  το χαμένο Παράδεισο.

Στοιχειωμένες σκέψεις, παράσιτα ορθώνονται γεμίζοντάς μας με ενοχές για τα πάντα.

Αδέσποτα σκυλιά τρέχουν ξωπίσω μας, νιώθοντας  πως κι εμείς είμαστε ένα μ’ αυτά, χαμένοι στα άδεια στενά της πόλης.

Απόλυτο χάος στη ζωή μας,  όλα  γίνονται χωρίς κανόνες πια.

Αριστερά μανιφέστα, ξεδιάντροπα και δεξιές δοξασίες ανυπόφορες. Άδεια ακούγονται τα λόγια τους σαν ήχος ντενεκέ, φάλτσα,  από έναν λαό που θυσιάζει καθημερινά τα παιδιά του καρτερώντας το λευκό πανί του πλοίου. Μάταια!

Στη νύχτα, τη βαθιά του Ερέβους τη θυγατέρα, δε φάνηκε ούτε σήμερα κείνο τ’ άστρο κι η σωτηρία μας αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Υπομονή.

Σιχαμερά σκουλήκια κατατρώγουν τις σάρκες μας  κι όλα γύρω μας είναι ψέμα μέσα στο ψέμα. Θολό το βλέμμα από το δάκρυ. Άδικος ο κόπος, δεν αλλάζουν πια τα ρητά. Το πεπρωμένο φυγείν  αδύνατον, κισμέτ το λένε κάποιοι άλλοι.

Πλανεμένα βήματα, διαρκώς ξεστρατίζουν αναζητώντας ανυπόμονα το σταθμό τους  σαν λοταρία στο ξεκίνημα της νέας μέρας. Της κάθε μέρας, της ίδιας μέρας.

Άγουρα κορμιά στον έρωτα χωρίς αγάπη, χωρίς συναίσθημα, χωρίς την προσμονή της αυριανής αγκαλιάς.

Λαθεμένα ίσως, αγαπήσαμε την αμαρτία, που παρόλη της τη γύμνια,  δίνει ζωή και φλόγα στα φθαρμένα μας όνειρα.

«Χριστούγεννα»

Άστρα με χρώμα και φως κύλισαν στην εικόνα.
Φώτισε η νύχτα κι άλλαξε η όψη της. Δεν σε φοβίζει πια το έρεβος που κουβαλάει, ούτε το σώμα σου υποφέρει στο κρύο του χειμώνα.
Το μήνυμα της ζωής ήρθε και το μείγμα της γνώσης είναι ανάμεσά μας. Στέκεται ακούραστο μπροστά στ’ αδάμαστο μυαλό  που ακόμη αμφιβάλλει.
Κι ανθίζει η γη μες στον χειμώνα κι αρώματα παράξενα, γλυκά, γεμίζουν τη ψυχή μας.
Νιώθουμε τ’ άγγιγμα της αγάπης στους ώμους μας  και το φτερούγισμα της καρδιάς προς τ’ άπειρο τούτου του κόσμου, αγαλλίαση φέρνει στους χτύπους της.
Στην κόψη της ιστορίας σταμάτησε ο νους, στην αλήθεια και στο ψέμα, σ’ εκείνο το μεταίχμιο της λογικής και της τρέλας, αναζητώντας την αλήθεια που δεν μπορεί να δει.
Μίλα μου, μη σωπαίνεις  τούτες τις ώρες της γέννησης του Φωτός. Άνοιξε την κλειδωμένη σου καρδιά και σπάσε τα δεσμά του μίσους. Χαμογέλασε προς τη ζωή Του.
Τώρα είναι η στιγμή να μαρτυρήσεις  τ’ ανείπωτα σου.

«Αυτοφωτογραφίζομαι»

Αυτοφωτογραφίζομαι κι εκθέτω τον εαυτό μου οικειοθελώς στα βλέμματα των άλλων.

Δεν βάζω όρια στο χαμόγελό μου και  ποντάρω πολλά στην ομορφιά μου.

Φωτογραφίζω τις στιγμές μια καθημερινότητας, που πασχίζω με νύχια και με δόντια να κρατήσω στα

μάτια όλων ευτυχισμένη και βγάζω μπροστά, αυτό που θα ’θελα να είμαι.

Πίσω μου απλώνεται εκείνο το ανατριχιαστικό, παγωμένο σκοτάδι και νιώθω τη νεκρική ευθεία των

συναισθημάτων μου, σ’ ένα αδιαπέραστο κενό ισοπεδωτικής μοναξιάς.

Χαμογελάω, μα πίσω από τις μπογιές και τα φτιασίδια κατοικεί η αλήθεια που στο στιγμιαίο άνοιγμα

του κλείστρου δεν μπορεί να φανεί.

Αυτοφωτογραφίζομαι και καλώ εσάς όλους γύρω μου, γνωστούς κι αγνώστους να με προσέξετε,

για να  με πείσω πως υπάρχω.

Αυτοφωτογραφίζομαι ελπίζοντας πως θα διεγείρω το γενετήσιο ένστικτό σας, το αίσθημα του

θαυμασμού ή και της λύπης σας ακόμη. Όλα δεκτά.

Αυτοφωτογραφίζομαι, πιστεύοντας πως αυτό είναι η μόνη αλήθεια και πως μόνο μέσα απ’ αυτό

μπορώ ν’ αλλάξω τη ζωή μου.

«Σιωπώντας» Γιάννης Μύρτσης

Απλανές βλέμμα, σκαμμένο πρόσωπο, γκρίζα μαλλιά, φορτωμένος στην πλάτη τα χρόνια του νου.

Πίσω οι μέρες υφαίνουν το δικό τους γαϊτανάκι τραγουδώντας αδιάκοπα αυτά που έζησαν. Έβαψαν με χρώματα λύπης, θυμού, καλοσύνης, αδιαφορίας κι αγάπης τις ώρες τους.

Τα ροζιασμένα χέρια είναι κρύα, άδεια. Η μη ταυτόχρονη φυγή βάσανα φέρνει. Πως μπορεί το μυαλό να χωρέσει αυτή τη τρελή μοναξιά;

Ένα παγκάκι έχει ακόμη πάνω τα ίχνη της, έτσι θέλει να πιστεύει και τ’ ακουμπάει πέρα ως πέρα συνέχεια, ασταμάτητα.

Περπατά χωρίς φως ξένος στα γνωστά μονοπάτια και τίποτα δεν είναι πια οικείο, σαν τις γεύσεις των φαγητών, τις άσχημες, που ’φεραν γνωστικοί απ’ άλλα μέρη.

Ένας μικρός  σταυρός κι ένα κοχύλι είναι η θύμηση της.

Τόσο κοντά, μα κάτω από το χώμα είναι η αληθινή αγάπη κι οι αδύναμοι χτύποι μιας καρδιάς που αγάπησε τόσο, ακόμη επιμένουν.

Όλα πια δείχνουν χλωμά κάτω από το φως του φεγγαριού που δεν μπορεί πια να μαγεύει τις αισθήσεις, ούτε να έχει τη λάμψη του καλοκαιριού. Αντίθετα μαύρους συνειρμούς εγείρει η εικόνα του.

Θάνατος απλώνεται στην κουρασμένη σκέψη, τίποτε άλλο.

«Εφημέριος Γεωργίου» Γιάννης Μύρτσης

Ο Εφημέριος Γεωργίου πέθανε. Τον βρήκαν νεκρό στο σπίτι του μέρες μετά και χωρίς πομπές, κόσμο και δάκρυα, οδηγήθηκε στην τελευταία του κατοικία.
Ήταν καλός άνθρωπος και καλός πολίτης, συνετός σε όλα του. Δεν ξενυχτούσε, δεν έπινε κι έκανε πάντα συντροφιά με ευσεβείς  και σπουδαγμένους.
Ο νους του δεν έβαζε άσχημους λογισμούς κι ούτε ποθούσε το κορμί το γυναικείο, καθώς ο δάσκαλος του είχε πει πως είναι αμαρτία.
Έμεινε μόνος στη ζωή, γυναίκα πλάι του δε θέλησε, δε θα μπορούσε άλλωστε  να τα καταφέρει. Πολλές οι ευθύνες, σκέφτονταν.
Ταξίδια μακρινά δεν τόλμησε να κάνει. Κίνδυνος, κούραση, χαμένα χρήματα. Τι τα θες, έλεγε κι έσκυβε το κεφάλι.
Στο γήπεδο πότε του δεν πήγε. Βία και συμφορά, έλεγε στον ξάδελφο του κάθε Χριστούγεννα, στο τραπέζι που τον καλούσε η θειά του. Δεν είχε άλλους στη ζωή.
Υπάλληλος του δήμου ήταν, χωρίς πολλές απαιτήσεις κι ένα γερό κομπόδεμα για ώρα ανάγκης που  ’μεινε απείραχτο ως το τέλος, χωρίς να καταφέρει να τον σώσει.
Ο Εφημέριος Γεωργίου πέθανε. Σ’ ένα χαρτί το ’γραψε ο νεκροθάφτης κι όσοι το διάβαζαν ρωτούσαν ποιος είναι αυτός.
Έφυγε κι ούτε ένα δάκρυ δε χύθηκε για κείνον.
Οι καφέδες και τα ποτήρια με κονιάκ έτσι έμειναν, ανέγγιχτα στο τραπέζι.
Ούτε ένα καλό κατευόδιο δεν ακούστηκε από μια τρεμάμενη φωνή.
Σταυρό στον τάφο του κανείς δε θα του βάλει κι όταν ξεθωριάσουν και σβήσουν τα γράμματα του ονόματός του στο χαρτί, στο στύλο της ΔΕΗ, θα είναι σαν να μην πέρασε ποτέ.