Το θλιμμένο απόγευμα γέμισε βλέμματα που κοιτάνε στο χώμα.
Δεν ακούγεται ψίθυρος, ούτε δάκρυα υπάρχουν στα τρομαγμένα μας μάτια.
Μαύρα πουλιά σημαδεύουν το δρόμο μας και οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα τον
ανυπόφορο ήχου του τρυπάει τ’ αυτιά μας και κάνει το κορμί να ριγεί, να αισθάνεται
αβάσταχτο τον πόνο.
Στεκόμαστε ο ένας πλάι στον άλλον μπας και ξορκίσουμε το κακό, μπας και μας λυπηθεί ο
θάνατος. Ναι, προβάλουμε τα νιάτα μας τόσο δειλά και φοβισμένα, ηττημένοι χωρίς Θεό,
εμείς οι άτρωτοι εραστές της ζωής.
Μαντάτο μαύρο φέρνει η μέρα για το φίλο, για το γνωστό, για τον ξένο μα δεν μπορούμε
να κάνουμε τίποτα. Οι Τούρκοι το λένε κισμέτ, οι Έλληνες μοίρα, μα εμείς ψιθυριστά στις
παρέες το λέμε κατάρα και φτύνουμε καταγής.
Μετά ακολουθούμε την πομπή του μαύρου ρέματος ρωτώντας. Ποιος, τι, πού; Αδιόρθωτοι
είμαστε, περιμένοντας υποκριτικά τη φωτιά να κάψει κι εμάς. Πρώτα την καρδιά μας, μετά
την ψυχή μας.
Έρημοι δρόμοι, έρημα τοπία. Ούτε χειμώνας, ούτε καλοκαίρι μόνο μια γκριζωπή εικόνα
θανάτου, μια μυρωδιά φόβου στον αέρα σαν ξωτικό σε παραμύθι.
Δεισιδαιμονίες, συνομωσίες και άνθρωποι…
Οι άνθρωποι φεύγουν κι εμείς κοιτάμε.