«Ρουσφέτι» Κωνσταντίνος Λάμπρου

Σ’ έναν βωμό περίεργο οι πατέρες
οδηγούνε τα ενήλικα παιδιά τους.
Θαρρείς τρανώνουνε ξανά την εξουσία πάνω τους,
την πρώτη αφεντιά τους.
Με αντάλλαγμα δουλειά κι όχι εργασία
τη νιότη βιάζουνε, να πνίξει ιδανικά…
Γενιά απολέμιστη, που παραδόθηκε αμαχητί
στο δόλωμα του μαμωνά!
Το σφάλμα το δικό της προσπαθεί
θαρρείς να μετριάσει,
στο ίδιο σφάλμα ρίχνοντας
τα άβουλα παιδιά της.
Τούτη η χώρα δεν ποθεί πολίτες τέτοιους να ‘χει·
γενιά ανάξια, δουλητική,
που τρέμει τη σκιά της!

Αλήθεια, πώς ο κομματισμός (μέσα απ’ το ρουσφέτι)
φαντάζει σαν δημοκρατία.
Κι ο εθισμός στον πλούσιο πολιτευτή
(κι η εξάρτηση), βαφτίστηκαν
υπεροχή κι υπέροχη ελευθερία.

Ποιος τάχα άλλαξε τη θέση του κωνείου
με ξενικό ουίσκι;
Το αίμα μαρτύρων Χριστού κι Ελλάδας ρώτα,
την ιστορία να σου πουν·
όχι εκείνους που πίνουν μόνο βότκα.

Γενιά που την ελευθερία της
στο οικουμενοπάζαρο ξεπούλησε
για ρούβλια και δολάρια.
Γενιά που αφελληνίστηκε
στης Deutscebank τα βιβλιάρια.
Γενιά που αφελώς, ξανά μανά,
μ’ ανόητους έρωτες εξ ανατολής φιρί φιρί το πάει,
νέο ξεριζωμό να μας κληροδοτήσει.
Γενιά που εξυπηρετεί μόνον τον εαυτό της
μέσα απ’ τα κόμματα, σαν να ‘ναι η τελευταία
στη χώρα αυτή που θα καθίσει.

Κι εμείς, οι γόνοι σας, κοιτούμε από μακριά.
Κι όσοι αντιστεκόμαστε,
– κι αλήθεια είμαστε αρκετοί –
βλέποντας την παράνοιά σας
σιμά σχιζοφρενούμε.
Προτάσσουμε πίστη, περηφάνια, αγερωχιά
ενάντια στης δειλίας την ανωνυμία
που ισοπεδώνει το ανθρώπινο πρόσωπο,
σα να ‘ναι καλοαλειμμένη μαρμελάδα.
Προτάσσουμε νιάτα, καρδιά κι ιδανικά
ενάντια στον άλογο το διχασμό,
στο όνομα του δήθεν ιδεατού
που σπέρνει κάθε ομάδα.

Ενώνουμε χέρια και φωνές
για ν’ ακουστεί στις ναρκωμένες ακοές,
στις συνειδήσεις τις ρηχές,
πως πάνω απ’ όλους κι όλα
προτάσσουμε ασπίδα μα και δόρυ την Ελλάδα.
Όλοι ομόφωνα θαρρώ πως τ’ ορκιζόμαστε:
γενιά θολή σαν τη δική σας
δε θέμε από μας να βγει·
καθάρια θα γεννήσουμε όσοι αντιστεκόμαστε
κι αλήθεια είμαστε αρκετοί!

Θεσσαλονίκη 09-05-2000

https://www.facebook.com/profile.php?id=100000600043624

«Ελέησον με…»

Καρδιά μου δάκρυσε, νιώσε τον πόνο, ζήτα στη θλίψη το μακρύ ταξίδι της γαλήνης.

Ταλαιπωρημένη η ψυχή, χρόνια φυλακισμένη σ’ ένα άθλιο σώμα που δε βλέπει ήλιο, δε

νιώθει κανένα χάδι, δεν ελπίζει σε τίποτα.

Ο πεντηκοστός κυλάει στο μυαλό αδιάληπτα.

…τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω…

Ξαφνικά βρίσκομαι σε μονοπάτια δύσβατα μα καθαρά, τόσο παράταιρα για τα δικά μου

βρόμικα βήματα.

Στο βάθος διακρίνω το φως, την ελπίδα, τη γαλήνη. Μπροστά μου είναι, μα τόσο μακριά,

μακάρι να προφτάσω!

…καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ δια παντός.

Ψευδαισθήσεις γκρέμισαν όνειρα που στοίχησαν ατέλειωτες μέρες ζωής για να χτιστούν.

Η αδηφαγία του πνεύματος, μπολιασμένο με τον εγωισμό, σάρωσε στο πέρασμά του κάθε

ηθική καταβολή, κάθε αναστολή προς το κακό και το μάταιο. 

Κατάπτωση!

Υλικές κατακτήσεις και ηδονές χωρίς φραγμούς κατέκαυσαν κάθε ελπίδα σωτηρίας.

Έπνιξαν τα βλαστάρια της αγνότητας, μίκρυναν το πνεύμα, θόλωσαν τον ορίζοντα κι

έκαναν τη ψυχή να μοιάζει σαν βρόμικη κηλίδα στο καθαρό νερό.

…εξάλειψον το ανόμημά μου.

«Ένα βλέμμα κάποτε»

Κι ήταν εκείνα τα μάτια που γεμάτα δάκρυα και πόνο κοιτούσαν τη ζωή που έφευγε.

Αποχαιρετούσαν το σώμα που επέστρεφε εἰς γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθην.

Εκείνα τα μάτια που κάποτε γελούσαν ανέμελα,

που κοίταξαν λάγνα τα απόκρυφα της ζωής.

Αυτό το βλέμμα, το στραμμένο στο κενό, το γεμάτο δάκρυα

δεν θα το ξεχάσω ποτέ!

«Ταξίδι Στους Δελφούς»

Σταματήσαμε μετά από ταξίδι μεγάλο, στη σκιά των χρησμών.

Όμορφο  Αυγουστιάτικο απόγευμα, δροσερό, ποθητό σαν τη σάρκα σου.

Οι κολόνες γύρω μας, η ανάσα πυκνή,  η μικρή πλατεία κι  εσύ.

Τα μάτια τρέχουν, καταγράφουν, προσπαθούν να μπουν μέσα σου, να μαντέψουν, να

χορτάσουν. 

Τυχαία επαφή με το σώμα σου.

Η αφηρημένη κίνηση ξυπνά τις αισθήσεις μου που λαχταρούν να τρυγήσουν τα κάλλη σου.

Αργά, μετά, γλυκά θα κοιμηθώ στο προσκεφάλι σου, γεμάτος δύναμη  κι ερωτηματικά, που

δεν κατάφερε η Πυθία ν’ απαντήσει.

Αντίθετα, μόνο σκιές  να μου γεμίσει η απάντηση των δύο δρόμων.

Ποιος να’ ναι άραγε ο σωστός;

«Πρωινός ήλιος»

Η ραθυμία της Κυριακής είναι,
ο γλυκός πρωινός ήλιος, το τιτίβισμα των πουλιών
και το νωχελικό γάβγισμα του σκύλου.
Η προσευχή της Κυριακής είναι,
η γλυκιά μελωδία των αγγέλων, το άρωμα των λουλουδιών
και ο βόμβος απ’ το πέταγμα της μέλισσας.
Το χαμόγελο της Κυριακής είναι,
τα μάτια που κοιτούν τη θάλασσα, τα λόγια που δεν θα ειπωθούν ποτέ
από χείλη αινιγματικά και κατακόκκινα.
Οι στιγμές της Κυριακής είναι,
αυτές που αγγίζουν τη ψυχή, που κεντούν το μυαλό μ’ αναμνήσεις,
αυτές που πέρασαν τη βάσανο της καρδιά σου.

Ωδή θανάτου

Σβήνει το φως, χάνεται το χρώμα, τα τριαντάφυλλα σκορπούν νικημένα στον αδυσώπητο

αγώνα της ζωής.

Τέλος χρόνου, η Περσεφόνη επιστρέφει στο σπίτι της.

Οι ωδές για τη ζωή σταματούν, δεν μας θαμπώνει πια το παραμύθι του ψεύδους.

Τώρα κάθε λεπτό, κάθε στιγμή,  οδηγούν σταθερά στο θάνατο.

Τ’ αστέρια τρεμοπαίζουν φοβισμένα στην οσμή του χειμώνα κι ένα πλήθος στιγμών

χάνονται στο τίποτα, σαν να μη τις έζησε ποτέ κανείς.

Το ταξίδι του χρόνου συνεχίζεται σ’ ένα ατέρμονο τέλος προς τη φθορά.

Ένα ταξίδι απόκοσμο γεμάτο σκιές που κάποτε υπήρξαν κάτι.

«Στο νεκρό χρόνο της ζωής»

Στο μπλε παράθυρο με το χρυσάφισμα του ήλιου να αντανακλά στη θάλασσα, σε είδα.

Γαλήνια φύση με τα φύλλα των δέντρων σκυφτά στο μεγαλείο του έρωτα, με τα βότσαλα

να κραυγάζουν στο περπάτημά μου.

Ένα μεγάλο καράβι το αύριο, δίχως φώτα, χωρίς παντιέρα αρμενίζει τυφλό προς το

πεπρωμένο του, αδιαφορώντας για το χρόνο που τρέχει νεκρός.

Οι κορυφές των δέντρων δείχνουν στα πουλιά το δρόμο κι ένα χαμόμηλο τολμά να

λαχταρά την άνοιξη.

Έγειρα νηστικός και κουρασμένος στο κατώι σου, με το άθλιο ξινό κρασί σου μέθυσα κι

εφιάλτες είδα, όνειρα στείρα και πεζά, που απλόχερα μου χάρισε η ρακένδυτη, ζητιάνα

μέρα!

Έπιασα χώμα λασπωμένο, χωρίς ζωή πάνω του, χωρίς καμία μυρωδιά. Εδώ είναι το τέλος

σκέφτηκα κι ένα δάκρυ θόλωσε τα μάτια μου, απόσταγμα του πόνου και του

ανεκπλήρωτου έρωτα με τη ζωή.

Γενιές ολόκληρες πέρασαν και χάθηκαν στον ορίζοντα του χρόνου χωρίς να μας διδάξουν

τίποτα. Δεν μας αγκάλιασαν, πέρασαν κι ούτε μια λέξη δεν είπαν!

Σκυμμένος δένω τα κορδόνια μου, μα ούτε μια προσευχή δεν έκανα για Εσένα κι ας μύριζα

κάθε άνοιξη, εκείνα τα λουλούδια του θανάτου δίπλα σου.

Το βλέμμα μου στα κυπαρίσσια. Ένα δάκρυ, τίποτα άλλο.

Τίποτα πια δεν θυμίζει εσένα.

«Ένας δρόμος στην εξοχή»

Μπροστά στην κρυμμένη πόρτα από τις φυλλωσιές και τ’ αγριόχορτα σταθήκαμε.

Ανάσα στο περπάτημα στην εκδρομή μιας Κυριακής που θα ’χε σβήσει από τη μνήμη μου αν δεν στεκόμασταν εκεί.

Πολλά τα λόγια της στιγμής, που αντήχησαν πάνω της, μα πιο πολλά τα βλέμματα, θαμπά όμως, λες κι ήταν πόνος της ψυχής.

Πλάι, πεσμένη άσχημη και σκουριασμένη, μια ταμπέλα ακόμη αναγγέλλει στον επισκέπτη, «Εξοχικόν κέντρον η παρέα».

Σπασμένα τζάμια γύρω της, σκέτος τάφος και μόνο το τιτίβισμα των πουλιών τον ζωντανεύει για λίγο.

Δεν μπορώ να μη φανταστώ τις μέρες που έκρυβε παράνομους έρωτες, νιάτα κι οσμές πολλών ανθρώπων.

Δεν μπορώ να μην αφουγκραστώ τα φαντάσματα των στιγμών που σταυρωμένα στο χρόνο περιμένουν άδικα την ανάσταση.

Προσπέρασαν οι άλλοι, προσπέρασα κι εγώ.

Η ζωή τρέχει, αδιαφορεί, ξεχνά.

«Ἡ λεῦκα» Ἰωάννης Πολέμης

Τή  θυμᾶσαι τή λεῦκα μας; Παιγνιδιάρα στήν αὔρα
φιλικά μᾶς προστάτευεν ἀπ᾿ τοῦ ἥλιου τή λαύρα,
καί μέ χάρη σαλεύοντας τή ψηλή κορυφή της
ἐψιθύριζε πρόσχαρη τή χαρά τήν κρυφή της
καί σκορποῦσε τό γέλιο της στούς φραγμούς καί στ᾿ ἀμπέλια.
Γιατί τότ᾿ ἀποκρίνονταν στά δικά σου τά γέλια.
Χθές ἐπέρασα μόνος μου -τί δέ κάνουν τά χρόνια!-
βασιλεύει τριγύρω της ἐρημιά, καταφρόνια!
Κι ἡ θεόρατη λεῦκα μας, πού τόν πόνο μου ξέρει,
μέ μιά θλίψη παράξενη ψιθυρίζει στ᾿ ἀγέρι
καί σκορπᾷ τό παράπονο μές στοῦ ἥλιου τό κάμα…
Γιατί τώρ᾿ ἀποκρίνεται στό δικό μου τό κλάμα.
Από την ποιητική συλλογή «Ανθολογία της νεωτέρας ελληνικής ποίησης»
υπό  Ιωάννου Πολέμη Εκδόσεις «Δαμιανός – Δωδώνη» σελ 258

«Το παλιό βιολί» Ιωάννης Πολέμης

Άκουσε τ΄ απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ΄ αχνά κι’ απάρθενα της αγάπης χείλη.
Και τ’ αηδόνι τ’ άγρυπνο και το ζηλευτό
ζήλεψε κι εσώπασε κι έσκυψε κι εστάθη
για να δει περήφανο τι πουλί ειν’ αυτό
που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.
Ως κι ο γκιώνης τ’ άχαρο, το δειλό πουλί,
με λαχτάρ’ απόκρυφη τα φτερά τινάζει
και σωπαίνει ακούγοντας το παλιό βιολί,
για να μάθει ο δύστυχος πως ν` αναστενάζει.
Τι κι αν τρώει το ξύλο του το σαράκι;
κι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι;
Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
η φωνή του γίνεται, όσο αυτό παλιώνει.
Ειμ` εγώ τ’ απόκοσμο το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη
στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί
με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.
Τι κι αν τρώει τα σπλάχνα μου το σαράκι; τι
κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με τον χρόνο;
Πιο γλυκιά πιο όμορφη και πιο δυνατή
γίνεται η αγάπη μου, όσο εγώ παλιώνω.
Από την ποιητική συλλογή «Το παλιό βιολί» εκδόσεις «ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ»  2011  σελ. 5