«Αυτοί που φεύγουν…»

Το θλιμμένο απόγευμα γέμισε βλέμματα που κοιτάνε στο χώμα.

Δεν ακούγεται ψίθυρος, ούτε δάκρυα υπάρχουν στα τρομαγμένα μας μάτια.

Μαύρα πουλιά σημαδεύουν το δρόμο μας και οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα τον

ανυπόφορο ήχου του τρυπάει τ’ αυτιά μας και κάνει το κορμί να ριγεί, να αισθάνεται

αβάσταχτο τον πόνο.

Στεκόμαστε ο ένας πλάι στον άλλον μπας και ξορκίσουμε το κακό, μπας και μας λυπηθεί  ο

θάνατος. Ναι, προβάλουμε τα νιάτα μας τόσο δειλά και φοβισμένα, ηττημένοι χωρίς Θεό,

εμείς οι άτρωτοι εραστές της ζωής.  

Μαντάτο μαύρο φέρνει η μέρα για το φίλο, για το γνωστό, για τον ξένο μα δεν μπορούμε

να κάνουμε τίποτα. Οι Τούρκοι το λένε κισμέτ, οι Έλληνες μοίρα, μα εμείς ψιθυριστά στις

παρέες το λέμε κατάρα και φτύνουμε καταγής.

Μετά ακολουθούμε την πομπή του μαύρου ρέματος ρωτώντας. Ποιος, τι, πού; Αδιόρθωτοι

είμαστε, περιμένοντας υποκριτικά τη φωτιά να κάψει κι εμάς. Πρώτα την καρδιά μας, μετά

την ψυχή μας.

Έρημοι δρόμοι, έρημα τοπία. Ούτε χειμώνας, ούτε καλοκαίρι μόνο μια γκριζωπή εικόνα

θανάτου, μια μυρωδιά φόβου στον αέρα σαν ξωτικό σε παραμύθι.  

Δεισιδαιμονίες, συνομωσίες και άνθρωποι…

Οι άνθρωποι φεύγουν κι εμείς κοιτάμε.      

«Τα δακρυσμένα μάτια σου»

Για τα μάτια σου μόνο

θα μπορούσα ατέλειωτες ώρες να γράφω

η ματιά σου μου μοιάζει 

σαν γεράνι γερμένο σ’ έναν έρημο τάφο.


Δίχως χρώμα, ακίνητα βλέπουν

κρύβουν κάτι βαθύ, δυνατό σαν τον πόνο

να γελάσουν ποτέ δεν τα είδα

τι κι αν λες πως για μένα υπάρχουνε μόνο.


Δακρυσμένα τα μάτια σου

σαν δροσιά το πρωί σ’ ένα φύλλο

κι ένα πρόσωπο ωχρό τόσο λάγνο

που ποθώ να φιλήσω με ζήλο.

«Στις γραμμές του τραίνου» Γιάννης Μύρτσης 2016

Προς τη Μονή Αγάθωνος (ανάμνηση μιας ημέρας)

Γλυκό τ’ αγέρι στο πρόσωπό μας, η μέρα χαράζει

κι ο ήλιος χαϊδεύει ζεστά τα κορμιά μας.

Πόσα είπες πως θα μου διηγηθείς στο δρόμο, μα τα ξέχασες.

Έρημο τοπίο γύρω μας και τα δέντρα αφημένα στην τύχη τους.

Ένας σκίουρος μας καλωσορίζει κάνοντας παιχνίδια με

την ουρά του κι εμείς γελάμε να σπάσει η σιωπή μέσα μας.

Κοιτάμε μετά ψηλά το βουνό που πρέπει να ανέβουμε

και ξεδιψάμε τον πόθο μας με μια τρελή προσμονή.

Ύστερα την βλέπουμε μπροστά μας.

Επικρατεί μια ησυχία τόσο απόλυτη

λες κι είναι η ζωή μετά τον θάνατο.

Κι Εκείνος ψηλά από τον Σταυρό Του ατενίζει τα δάκρυα των ψυχών μας

(όσων κατάφεραν να κλάψουν).

Ακούει τα θέλω του σήμερα, τα παρακάλια του αύριο.

Ακούει τη φωνή μας και πράττει. 

Από την ποιητική συλλογή «Στις γραμμές του τραίνου» Γιάννης Μύρτσης 2016 εκδόσεις «Createspace».

 

«Πρωινό Κυριακής» Γιάννης Μύρτσης

Έχει μια θλίψη πάντα ετούτη η μέρα

κι οι γείτονες θαρρείς έχουν κρυφτεί,

μόνο τακούνια ακούς που κράζουν καλημέρα

κι ύστερα πάντοτε ακολουθεί σιωπή.


Την καρτεράς τις έξι μέρες σαν γιορτή

κι είναι γλυκιά της προσμονής η κάθε σκέψη,

μα σαν θα φτάσει σε πονά κάθε στιγμή

κι αδημονείς γοργά Δευτέρα να επιστρέψει.


Ίσως να φταίει η ζωή μου η πεζή

που έχει μάθει Κυριακές να περιμένει,

γιατί οι άλλες μέρες πάντα μένουν στη σιωπή

και σ’ένα θαύμα η ψυχή να επιμένει.

Από την ποιητική συλλογή «Στις γραμμές του τραίνου»

«Φωτεινό μονοπάτι»

Δεν σας χαρίζω τον πρωινό ήλιο στο μπαλκόνι μου,

ούτε τις φωνές των παιδιών που παίζουν στην αυλή του σχολείου.

Τα πανηγύρια, τις ιαχές στα γήπεδα, το κερί στην εκκλησία.

Δεν θ’ αλλάξω για εσάς τα λουλούδια στη γλάστρα μου,

ούτε θα πάψω να ζητώ την ευχή του παπά στο δρόμο.

Στις λαϊκές θέλω ν’ ακούω τη φωνή του πραματευτή, του καστανά, να βλέπω το

κουρασμένο βήμα του λαχειοπώλη.

Δεν σας χαρίζω ούτε λέξη από την ιστορία μου, ούτε τα γλυπτά μου, κλέφτες!

Δεν επιτρέπω να μ’ αποκαλείτε παράκαιρο, παράφωνο, ξεπερασμένο.

Θέλω τα χρώματα της Ελλάδας να γεμίζουν τα μάτια μου,

την Κυριακή ν’ ακούω την καμπάνα, να στέκω προσοχή στον Ύμνο.

Δεν σας χαρίζω τις θάλασσες, τα βουνά, τη γαλανόλευκη σημαία μου, το μακρύ χορό στον

κάμπο, το βουητό από τις μέλισσες.

Δεν αλλάζω γλώσσα, τρόπους, συνήθειες, δεν αλλάζω Θεό!

Δεν πέθανα ποτέ πιστέψτε με, δεν θα το κάνω τώρα!

Ιστορία, χρώματα, αγάπη, ελπίδα, δύναμη, θάλασσα, ελευθερία όλα ζυμωμένα με την ψυχή

του Έλληνα.     

«Η Κυριακή της συγνώμης δεν υπάρχει πια»

Έμαθες να κοιτάς χαμηλά, να περπατάς με σκυφτό το κεφάλι σαν να ντρέπεσαι, ναι, να

λυπάσαι για σένα.

Να μη ξαποσταίνεις ποτέ, να μη ζητάς, να μη γελάς, να μην ελπίζεις.

Για μια μπουκιά σε σταύρωσαν οι δίκαιοι τούτου του κόσμου, σου φορέσαν κι αγκάθινο στεφάνι.

Στα πανηγύρια σ’ έσυραν, σε χτύπησαν, σε χλεύασαν κι ύστερα σε πούλησαν για έναν

παρά σε γύφτικο παζάρι.

Άνθρωποι χωρίς Θεό και πατρίδα, ασέλγησαν στην ψυχή σου, χτύπησαν με βία τον κόπο

της ζωής σου, τα παιδιά σου.

Κορδωμένοι χαρτογιακάδες, σου μιλούν για το καλό και το κακό που αυτοί μόνο

γνωρίζουν, για να σε κάνουν στο τέλος κομμάτι μιας άχρωμης εικόνας.

Κι εσύ παλεύεις για να ζήσεις.

Παλεύεις κρυφά, χωρίς μιλιά, με κλάμα προσπαθείς να ξυπνήσεις τα βαλτωμένα σου

όνειρα και να πιστέψεις στο ψέμα πως τ’ αύριο θα είναι καλύτερο από το χθες.

Πόσα συγνώμη άραγε πρέπει να ζητήσεις από όλους εκείνους που πίστεψαν κάποτε σε

σένα;   

«Ψυχές»

Η ζωή κάποιων ανθρώπων απλά περνά.

Μοιάζει να περπατούν στο χιόνι χωρίς ν’ αφήνουν ίχνη, σεμνά βαδίζουν στη δύση τους

χωρίς απαιτήσεις. 

Αθόρυβα έρχονται κι αθόρυβα φεύγουν.

Κανείς δεν λογαριάζει αν υπάρχουν, γιατί δεν είναι σπουδαίοι, δεν μιλούν βαθυστόχαστα,

γιατί ποτέ δεν κρύβουν την αλήθεια στα μάτια τους.

Χάνονται σαν το κερί που σβήνει, αφήνοντας εκείνη τη μυρωδιά την έντονη, την πνιγερή,

σαν το ταξίδι της ψυχής τους στο άπειρο και μένουν πίσω τ’ ανείπωτα, τ’ απλά, τ’

απραγματοποίητα όνειρά τους.

Ένα φιλί που λαχταρούσαν δεν το πήραν ποτέ, μια καλημέρα δεν την άκουσαν.  

Στην άκρη της ζωής βάδισαν, σ’ έναν ορίζοντα που ρούφηξε την εικόνα τους αργά και στο

τέλος, άφησε μια θολή γραμμή ν’ αχνοφέγγει  το παράπονο. Ούτε ένα δάκρυ δεν κύλησε…  

«Προσωρινή εκεχειρία παθών»

Ξεροσταλιάζει ο έρωτας για ένα φιλί.

Ανείπωτες λέξεις και απαγορευμένα ρήματα χαμένα στα βάθη τού μυαλού, ξεπροβάλλουν

μ’ αγένεια δίνοντας ορμή στ’ απωθημένα της ψυχής.

Ο αγέρας μυρίζει φθινόπωρο και η βροχή θαρρείς πως τραγουδά ερωτικούς σκοπούς,

πάνω στα πεσμένα φύλλα στη σιγαλιά του απογεύματος, μακριά από την ταραχή των

λόγων, σε μια προσωρινή εκεχειρία των παθών.

Κρατάς το δαγκωμένο μήλο και γελάς αινιγματικά, πόσο ποθητή η σάρκα σου, τα στήθη

σου, που με αυθάδεια προβάλλουν προκαλώντας τις αισθήσεις. 

Τα χείλη σου όμοια με το βύσσινο γίνονταν απ’ το γλυκό φιλί, εκείνο που δεν μπορώ να

έχω τώρα, που μόνο μπορώ να φανταστώ.

Κάνω βήματα ακούγοντας το τρίξιμο των παπουτσιών μου στο χώμα.

Με συνεπήραν σήμερα τα κύματα του μυαλού και σαν ναυαγό με ξέβρασαν σε τόπο

αφιλόξενο, ανόρεχτο για ζωή και περιπέτεια.

Κουτσή ζωή, βαδίζεις προς το τέρμα και βιάζεσαι να φτάσεις σαν το ποτάμι που αναζητά

τη θάλασσα.

Στο απέραντο άπειρο θα σκορπίσεις κι εσύ, σαν τον έρωτα που δεν έχει τελειωμό, όσο η

ανάσα γεμίζει τα στήθη, όσο το μυαλό πλάθει εικόνες.

Τον έρωτα που θα στέκει μόνος, απόκληρος κι αποδιωγμένος, σαν το κορίτσι που

λαχταρά το φιλί μα ντρέπεται, ντρέπεται που την κυβερνούν τα πάθη.

Σαν να βάλαμε νομίζω, πολλά εμπόδια στη ζωή.  

«Οι σάλπιγγες της Ιεριχούς»

Ξεκίνησες στο ρέμα να’ σαι κόντρα,

δεν ζήλεψες ποτέ σου τη φυγή,

οι άνθρωποι δεν πρέπει να’ναι πιόνια,

να ταξιδεύουν σαν πουλιά μες τη ζωή

κι όταν βρεθούν χαμένοι μες τα χρόνια,

να τους ανάβει πάλι η φλόγα τη ψυχή.

*************************************

Διψάσαμε στο δρόμο μα ποιον νοιάζει,

και τραγουδάμε σαν παιδιά στη κουπαστή,

χίλιες φουρτούνες στο σκαρί μας και δεν μπάζει,

χέρι με χέρι θα κοιτάμε τη ζωή,

είμαστε λίγοι σαν κοιτάς ποτάμι μοιάζει,

μες στη ψυχή μας η ανείπωτη ορμή.

*************************************

Απόγευμα σε βρήκα στην πλατεία,

να σε χλευάζουν σαν μιλάς για το Θεό,

σφιχτά στα χέρια σου κρατούσες τα βιβλία,

κι έβγαιναν φλόγες από το στόμα σου θαρρώ,

άνθρωπος, Έλληνας, Θεός σε μια γωνία,

να αγκαλιάσω σαν παιδί πως καρτερώ.

*************************************

Γαλάζιο είναι τ’ ουρανού το χρώμα,

πόσες γενιές δεν μεγαλώσαμε εδώ,

ο ομφαλός της γης είμαστε ακόμα,

χιλιάδες έγιναν θυσία στο βωμό,

πανί στου καραβιού δεν άλλαξα το χρώμα,

έχω τη δύναμη και θα λευτερωθώ.

*************************************

Τους μάθαμε να γράφουν τ’ όνομά τους,

στον ενικό εμείς μιλάμε στο Θεό,

κανείς δεν στάθηκε εμπόδιο μπροστά τους,

για πληρωμή τότε με είπανε τρελό,

ξέρουν πως πάντα θα στοιχειώνω τ’ όνειρά τους,

καινούριους δρόμους στη ζωή θ’ αναζητώ.

*************************************

Της μοίρας το παιχνίδι είναι στημένο,

μέσα στις γλάστρες άνθησα κι εγώ,

με μυστικό που στη καρδιά είχα κρυμμένο,

στο καπηλειό τότε που πίναμε μεθώ,

τον άγγελο στα όνειρά μου περιμένω,

για να πετάξω στον γαλάζιο ουρανό.

*************************************

Βαδίσαμε στους δρόμους με ομίχλη,

μες στην κουκούλα ο δωσίλογος περνά,

όλο το βιός μας τ’ ακουμπήσαμε στην τύχη,

πόσα απ’ τα δάκρυα το μαντήλι σου χωρά,

στα βήματά μας ανεξίτηλα τα ίχνη,

πάντα τη Σταύρωση η Ανάσταση νικά.

*************************************

Με πήρες αγκαλιά κείνο το βράδυ,

που έκλαιγα μονάχος σαν παιδί,

γιατί φοβόμουν τα θεριά μες στο σκοτάδι

και καρτερούσα να βγει ο ήλιο το πρωί,

από τα χρόνια έγινε η ψυχή ρημάδι,

της Κυριακής με γαληνεύει η προσευχή.

*************************************

Με αίμα το φεγγάρι είναι βαμμένο,

κόκκινο βόλι την καρδιά μου τη τρυπά,

χρόνια το ξέρω το παιχνίδι είναι στημένο,

το χρήμα, η βρόμα και το ψέμα κυβερνά

κι αν το ταξίδι στη ζωή πήγε χαμένο,

εμάς μας βύζαξε η πιο λαμπρή γενιά.

*************************************

Δεν θέλω Θεέ μου να τους λησμονήσω,

ποτέ δεν θέλω να ξεχάσω τα θεριά,

για τις Πατρίδες τις χαμένες θα δακρύσω,

για τη σημαία το αίμα τους για λευτεριά,

το άγιο τους χώμα να σκύψω να φιλήσω,

ν’ αντρειωθώ κι εγώ μαζί τους στα στερνά.

.

«Ρουσφέτι» Κωνσταντίνος Λάμπρου

Σ’ έναν βωμό περίεργο οι πατέρες
οδηγούνε τα ενήλικα παιδιά τους.
Θαρρείς τρανώνουνε ξανά την εξουσία πάνω τους,
την πρώτη αφεντιά τους.
Με αντάλλαγμα δουλειά κι όχι εργασία
τη νιότη βιάζουνε, να πνίξει ιδανικά…
Γενιά απολέμιστη, που παραδόθηκε αμαχητί
στο δόλωμα του μαμωνά!
Το σφάλμα το δικό της προσπαθεί
θαρρείς να μετριάσει,
στο ίδιο σφάλμα ρίχνοντας
τα άβουλα παιδιά της.
Τούτη η χώρα δεν ποθεί πολίτες τέτοιους να ‘χει·
γενιά ανάξια, δουλητική,
που τρέμει τη σκιά της!

Αλήθεια, πώς ο κομματισμός (μέσα απ’ το ρουσφέτι)
φαντάζει σαν δημοκρατία.
Κι ο εθισμός στον πλούσιο πολιτευτή
(κι η εξάρτηση), βαφτίστηκαν
υπεροχή κι υπέροχη ελευθερία.

Ποιος τάχα άλλαξε τη θέση του κωνείου
με ξενικό ουίσκι;
Το αίμα μαρτύρων Χριστού κι Ελλάδας ρώτα,
την ιστορία να σου πουν·
όχι εκείνους που πίνουν μόνο βότκα.

Γενιά που την ελευθερία της
στο οικουμενοπάζαρο ξεπούλησε
για ρούβλια και δολάρια.
Γενιά που αφελληνίστηκε
στης Deutscebank τα βιβλιάρια.
Γενιά που αφελώς, ξανά μανά,
μ’ ανόητους έρωτες εξ ανατολής φιρί φιρί το πάει,
νέο ξεριζωμό να μας κληροδοτήσει.
Γενιά που εξυπηρετεί μόνον τον εαυτό της
μέσα απ’ τα κόμματα, σαν να ‘ναι η τελευταία
στη χώρα αυτή που θα καθίσει.

Κι εμείς, οι γόνοι σας, κοιτούμε από μακριά.
Κι όσοι αντιστεκόμαστε,
– κι αλήθεια είμαστε αρκετοί –
βλέποντας την παράνοιά σας
σιμά σχιζοφρενούμε.
Προτάσσουμε πίστη, περηφάνια, αγερωχιά
ενάντια στης δειλίας την ανωνυμία
που ισοπεδώνει το ανθρώπινο πρόσωπο,
σα να ‘ναι καλοαλειμμένη μαρμελάδα.
Προτάσσουμε νιάτα, καρδιά κι ιδανικά
ενάντια στον άλογο το διχασμό,
στο όνομα του δήθεν ιδεατού
που σπέρνει κάθε ομάδα.

Ενώνουμε χέρια και φωνές
για ν’ ακουστεί στις ναρκωμένες ακοές,
στις συνειδήσεις τις ρηχές,
πως πάνω απ’ όλους κι όλα
προτάσσουμε ασπίδα μα και δόρυ την Ελλάδα.
Όλοι ομόφωνα θαρρώ πως τ’ ορκιζόμαστε:
γενιά θολή σαν τη δική σας
δε θέμε από μας να βγει·
καθάρια θα γεννήσουμε όσοι αντιστεκόμαστε
κι αλήθεια είμαστε αρκετοί!

Θεσσαλονίκη 09-05-2000

https://www.facebook.com/profile.php?id=100000600043624