Συλλογή ποιημάτων που μέσα από μια διαφορετική θεώρηση, υμνεί τη ζωή και τον θάνατο.
Φάνης Χηνάς- «Πρέβεζα»
Ο ηθοποιός Φάνης Χηνάς (1940-1992), διαβάζει με το υπέροχο ηχόχρωμα της φωνής του, το ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη (1896-1928) «Πρέβεζα». Ακολουθούν «σύνδεσμοι» για το έργο και τη ζωή τους.
http://greekactor.blogspot.com/2011/0… https://www.ellines.com/myths/46092-o… https://www.facebook.com/groups/18428…
«Γωνιά Χαλάρωσης»
Η πρώτη συνέντευξη της ζωής μου στην αξιόλογη πολιτιστική σελίδα «Γωνιά χαλάρωσης» και στην κυριά Μίνα Μέρμηγκα.

Προς τη Μονή Αγάθωνος (ανάμνηση μιας ημέρας)
Γλυκό τ’ αγέρι στο πρόσωπό μας, η μέρα χαράζει
κι ο ήλιος χαϊδεύει ζεστά τα κορμιά μας.
Πόσα είπες πως θα μου διηγηθείς στο δρόμο, μα τα ξέχασες.
Έρημο τοπίο γύρω μας και τα δέντρα αφημένα στην τύχη τους.
Ένας σκίουρος μας καλωσορίζει κάνοντας παιχνίδια με
την ουρά του κι εμείς γελάμε να σπάσει η σιωπή μέσα μας.
Κοιτάμε μετά ψηλά το βουνό που πρέπει να ανέβουμε
και ξεδιψάμε τον πόθο μας με μια τρελή προσμονή.
Ύστερα την βλέπουμε μπροστά μας.
Επικρατεί μια ησυχία τόσο απόλυτη
λες κι είναι η ζωή μετά τον θάνατο.
Κι Εκείνος ψηλά από τον Σταυρό Του ατενίζει τα δάκρυα των ψυχών μας
(όσων κατάφεραν να κλάψουν).
Ακούει τα θέλω του σήμερα, τα παρακάλια του αύριο.
Ακούει τη φωνή μας και πράττει.
Από την ποιητική συλλογή «Στις γραμμές του τραίνου» Γιάννης Μύρτσης 2016 εκδόσεις «Createspace».
«Στο νεκρό χρόνο της ζωής»
Στο μπλε παράθυρο με το χρυσάφισμα του ήλιου να αντανακλά στη θάλασσα, σε είδα.
Γαλήνια φύση με τα φύλλα των δέντρων σκυφτά στο μεγαλείο του έρωτα, με τα βότσαλα
να κραυγάζουν στο περπάτημά μου.
Ένα μεγάλο καράβι το αύριο, δίχως φώτα, χωρίς παντιέρα αρμενίζει τυφλό προς το
πεπρωμένο του, αδιαφορώντας για το χρόνο που τρέχει νεκρός.
Οι κορυφές των δέντρων δείχνουν στα πουλιά το δρόμο κι ένα χαμόμηλο τολμά να
λαχταρά την άνοιξη.
Έγειρα νηστικός και κουρασμένος στο κατώι σου, με το άθλιο ξινό κρασί σου μέθυσα κι
εφιάλτες είδα, όνειρα στείρα και πεζά, που απλόχερα μου χάρισε η ρακένδυτη, ζητιάνα
μέρα!
Έπιασα χώμα λασπωμένο, χωρίς ζωή πάνω του, χωρίς καμία μυρωδιά. Εδώ είναι το τέλος
σκέφτηκα κι ένα δάκρυ θόλωσε τα μάτια μου, απόσταγμα του πόνου και του
ανεκπλήρωτου έρωτα με τη ζωή.
Γενιές ολόκληρες πέρασαν και χάθηκαν στον ορίζοντα του χρόνου χωρίς να μας διδάξουν
τίποτα. Δεν μας αγκάλιασαν, πέρασαν κι ούτε μια λέξη δεν είπαν!
Σκυμμένος δένω τα κορδόνια μου, μα ούτε μια προσευχή δεν έκανα για Εσένα κι ας μύριζα
κάθε άνοιξη, εκείνα τα λουλούδια του θανάτου δίπλα σου.
Το βλέμμα μου στα κυπαρίσσια. Ένα δάκρυ, τίποτα άλλο.
Τίποτα πια δεν θυμίζει εσένα.
«Καλό Ταξίδι»
Σίγησε η φωνή σου εκείνο το ξημέρωμα.
Σταμάτησε η ανάσα σου ήρεμα, σχεδόν χαμογελαστή έφυγες από κοντά μας κι η ψυχή
σου απλώθηκε στα μονοπάτια και στις γειτονιές τ’ ουρανού.
Άδεια η κάμαρα που χρόνια ζέσταινε τον ερχομό και την άνοιξη. Τους τοίχους της
νότισαν στάλα, στάλα η προσμονή, τα δάκρυα του αποχαιρετισμού, ο ερχομός και το
καλό ταξίδι.
Δεν θ’ αντικρίσω ξανά το βλέμμα σου, αυτό που με κοιτούσε μ’ εκείνον τον τρόπο, τον
μοναδικό, τον πιο ξεχωριστό απ’ όλους.
Πολλά είναι εκείνα που δεν έκανα κι αλλά τόσα που δεν σου είπα, τι δειλός που ήμουν.
Γυρίζουν τα ρολόγια μαζεύοντας τον χρόνο που τόσο πολύ υποτίμησα και κοιτώ
δακρυσμένος τ’ αχνάρια που τόσο έντονα άφησε στη ζωή μου το πέρασμά σου.
Θα ξημερώσει σε λίγο μα θα ‘ναι μια άλλη μέρα. Μια μέρα δίχως την έγνοια σου να με
συντροφεύει, δίχως τα πρέπει, τα πρόσεχε, φάε, ντύσου.
Άδικο είναι το ξέρω, μα έτσι είμαστε φτιαγμένοι, να φεύγουμε.
Και θα μείνει ένα μικρό φως στον ουρανό που θα’ναι το δικό σου. Και θα σου μιλώ σα
νιώθω μικρός και μόνος και θα ψάχνω το χέρι σου να με ζεστάνει, να με κρατήσει να μην
πέσω, έτσι όπως έκανες πάντα.
Ποτέ δεν θα φύγεις από μέσα μου κι ας ήμουν μακριά κι ας ήμουν ξένος στα χρόνια μας
που άδικα ξοδέψαμε.