Έμαθες να κοιτάς χαμηλά, να περπατάς με σκυφτό το κεφάλι σαν να ντρέπεσαι, ναι, να

λυπάσαι για σένα.

Να μη ξαποσταίνεις ποτέ, να μη ζητάς, να μη γελάς, να μην ελπίζεις.

Για μια μπουκιά σε σταύρωσαν οι δίκαιοι τούτου του κόσμου, σου φορέσαν κι αγκάθινο στεφάνι.

Στα πανηγύρια σ’ έσυραν, σε χτύπησαν, σε χλεύασαν κι ύστερα σε πούλησαν για έναν

παρά σε γύφτικο παζάρι.

Άνθρωποι χωρίς Θεό και πατρίδα, ασέλγησαν στην ψυχή σου, χτύπησαν με βία τον κόπο

της ζωής σου, τα παιδιά σου.

Κορδωμένοι χαρτογιακάδες, σου μιλούν για το καλό και το κακό που αυτοί μόνο

γνωρίζουν, για να σε κάνουν στο τέλος κομμάτι μιας άχρωμης εικόνας.

Κι εσύ παλεύεις για να ζήσεις.

Παλεύεις κρυφά, χωρίς μιλιά, με κλάμα προσπαθείς να ξυπνήσεις τα βαλτωμένα σου

όνειρα και να πιστέψεις στο ψέμα πως τ’ αύριο θα είναι καλύτερο από το χθες.

Πόσα συγνώμη άραγε πρέπει να ζητήσεις από όλους εκείνους που πίστεψαν κάποτε σε

σένα;   

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s