Η ζωή κάποιων ανθρώπων απλά περνά.
Ένα χαμόγελο η μέρα τους, ένας άνεμος που φέρνει αρώματα λουλουδιών και δροσιά στα φλογισμένα μας πρόσωπα.
Περνά, μα δεν λογαριάζει κανένας αν υπάρχουν, δεν είναι σπουδαίοι, δε μιλούν σοφά.
Περπατούν στο χιόνι χωρίς ν’ αφήνουν ίχνη, σεμνά βαδίζουν στη δύση τους χωρίς απαιτήσεις.
Μια καλημέρα είναι αρκετή.
Αθόρυβα έρχονται κι αθόρυβα φεύγουν.
Χάνονται σαν το κερί που σβήνει, αφήνοντας εκείνη τη μυρωδιά την έντονη, την πνιγερή, σαν το ταξίδι της ψυχής τους στο άπειρο και μένουν πίσω τους τ’ ανείπωτα, τ΄ απλά, τ’ απραγματοποίητα όνειρά τους.
Ένα φιλί που λαχταρούσαν και δεν πήραν ποτέ.
Στην άκρη της ζωής βάδισαν, σ’ έναν ορίζοντα που ρούφηξε την εικόνα τους αργά και στο τέλος άφησε μια θολή γραμμή ν’ αχνοφέγγει το παράπονο.
Ούτε ένα δάκρυ δεν κύλησε.