Ξεροσταλιάζει ο έρωτας για ένα φιλί.
Ανείπωτες λέξεις και απαγορευμένα ρήματα χαμένα στα βάθη τού μυαλού, ξεπροβάλλουν
μ’ αγένεια δίνοντας ορμή στ’ απωθημένα της ψυχής.
Ο αγέρας μυρίζει φθινόπωρο και η βροχή θαρρείς πως τραγουδά ερωτικούς σκοπούς,
πάνω στα πεσμένα φύλλα στη σιγαλιά του απογεύματος, μακριά από την ταραχή των
λόγων, σε μια προσωρινή εκεχειρία των παθών.
Κρατάς το δαγκωμένο μήλο και γελάς αινιγματικά, πόσο ποθητή η σάρκα σου, τα στήθη
σου, που με αυθάδεια προβάλλουν προκαλώντας τις αισθήσεις.
Τα χείλη σου όμοια με το βύσσινο γίνονταν απ’ το γλυκό φιλί, εκείνο που δεν μπορώ να
έχω τώρα, που μόνο μπορώ να φανταστώ.
Κάνω βήματα ακούγοντας το τρίξιμο των παπουτσιών μου στο χώμα.
Με συνεπήραν σήμερα τα κύματα του μυαλού και σαν ναυαγό με ξέβρασαν σε τόπο
αφιλόξενο, ανόρεχτο για ζωή και περιπέτεια.
Κουτσή ζωή, βαδίζεις προς το τέρμα και βιάζεσαι να φτάσεις σαν το ποτάμι που αναζητά
τη θάλασσα.
Στο απέραντο άπειρο θα σκορπίσεις κι εσύ, σαν τον έρωτα που δεν έχει τελειωμό, όσο η
ανάσα γεμίζει τα στήθη, όσο το μυαλό πλάθει εικόνες.
Τον έρωτα που θα στέκει μόνος, απόκληρος κι αποδιωγμένος, σαν το κορίτσι που
λαχταρά το φιλί μα ντρέπεται, ντρέπεται που την κυβερνούν τα πάθη.
Σαν να βάλαμε νομίζω, πολλά εμπόδια στη ζωή.