Σταματήσαμε μετά από ταξίδι μεγάλο, στη σκιά των χρησμών.
Όμορφο Αυγουστιάτικο απόγευμα, δροσερό, ποθητό σαν τη σάρκα σου.
Οι κολόνες γύρω μας, η ανάσα πυκνή, η μικρή πλατεία κι εσύ.
Τα μάτια τρέχουν, καταγράφουν, προσπαθούν να μπουν μέσα σου, να μαντέψουν, να
χορτάσουν.
Τυχαία επαφή με το σώμα σου.
Η αφηρημένη κίνηση ξυπνά τις αισθήσεις μου που λαχταρούν να τρυγήσουν τα κάλλη σου.
Αργά, μετά, γλυκά θα κοιμηθώ στο προσκεφάλι σου, γεμάτος δύναμη κι ερωτηματικά, που
δεν κατάφερε η Πυθία ν’ απαντήσει.
Αντίθετα, μόνο σκιές να μου γεμίσει η απάντηση των δύο δρόμων.
Ποιος να’ ναι άραγε ο σωστός;