Στο μπλε παράθυρο με το χρυσάφισμα του ήλιου ακόμη να πλανάται στη θάλασσα, σε είδα.
Γαλήνια η φύση με τα φύλλα των δέντρων σκυφτά στο μεγαλείο του έρωτα, με τα βότσαλα να κραυγάζουν στο περπάτημα του.
Ένα μεγάλο καράβι το αύριο, δίχως φώτα, χωρίς παντιέρα ν’ αρμενίζει τυφλό προς το πεπρωμένο του, αδιαφορώντας για το χρόνο που τρέχει νεκρός.
Οι κορυφές των δέντρων δείχνουν στα πουλιά το δρόμο κι ένα χαμόμηλο τολμά να λαχταρά την άνοιξη. Το πάτησα! Σταμάτησα κάθε ελπίδα προσμονής….
Έγειρα νηστικός και κουρασμένος στο κατώι σου, με το άθλιο ξινό κρασί σου μέθυσα κι εφιάλτες είδα στα όνειρα τα τόσο στείρα και πεζά, που απλόχερα μου χάριζε η ρακένδυτη, ζητιάνα μέρα!
Έπιασα χώμα λασπωμένο, χωρίς ζωή πάνω του, χωρίς καμία μυρωδιά. Εδώ είναι το τέλος σκέφτηκα κι ένα δάκρυ θόλωσε τα μάτια μου, απόσταγμα του πόνου και του ανεκπλήρωτου έρωτα με τη ζωή.
Γενιές ολόκληρες πέρασαν και χάθηκαν στον ορίζοντα του χρόνου χωρίς να μας διδάξουν τίποτα. Δεν μας αγκάλιασαν, πέρασαν κι ούτε μια λέξη δεν είπαν!
Σκυμμένος δένω τα κορδόνια μου, μα ούτε μια προσευχή δεν έκανα για Εσένα κι ας μύριζα κάθε άνοιξη, εκείνα τα λουλούδια του θανάτου δίπλα σου.
Το βλέμμα μου στα κυπαρίσσια. Ένα δάκρυ, τίποτα άλλο.
Τίποτα πια δεν θυμίζει εσένα.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Δημοσιεύτηκε από τον Giannis Mirtsis
Ο Γιάννης Μύρτσης ασχολείται με την ποίηση και τον πεζό λόγο από τα εφηβικά του χρόνια.
Η λογοτεχνική του γραφή έχει λυρισμό με διάχυτες συναισθηματικές δονήσεις.
Δείτε περισσότερα άρθρα