Στο μπλε παράθυρο με το χρυσάφισμα του ήλιου να αντανακλά στη θάλασσα, σε είδα.
Γαλήνια φύση με τα φύλλα των δέντρων σκυφτά στο μεγαλείο του έρωτα, με τα βότσαλα
να κραυγάζουν στο περπάτημά μου.
Ένα μεγάλο καράβι το αύριο, δίχως φώτα, χωρίς παντιέρα αρμενίζει τυφλό προς το
πεπρωμένο του, αδιαφορώντας για το χρόνο που τρέχει νεκρός.
Οι κορυφές των δέντρων δείχνουν στα πουλιά το δρόμο κι ένα χαμόμηλο τολμά να
λαχταρά την άνοιξη.
Έγειρα νηστικός και κουρασμένος στο κατώι σου, με το άθλιο ξινό κρασί σου μέθυσα κι
εφιάλτες είδα, όνειρα στείρα και πεζά, που απλόχερα μου χάρισε η ρακένδυτη, ζητιάνα
μέρα!
Έπιασα χώμα λασπωμένο, χωρίς ζωή πάνω του, χωρίς καμία μυρωδιά. Εδώ είναι το τέλος
σκέφτηκα κι ένα δάκρυ θόλωσε τα μάτια μου, απόσταγμα του πόνου και του
ανεκπλήρωτου έρωτα με τη ζωή.
Γενιές ολόκληρες πέρασαν και χάθηκαν στον ορίζοντα του χρόνου χωρίς να μας διδάξουν
τίποτα. Δεν μας αγκάλιασαν, πέρασαν κι ούτε μια λέξη δεν είπαν!
Σκυμμένος δένω τα κορδόνια μου, μα ούτε μια προσευχή δεν έκανα για Εσένα κι ας μύριζα
κάθε άνοιξη, εκείνα τα λουλούδια του θανάτου δίπλα σου.
Το βλέμμα μου στα κυπαρίσσια. Ένα δάκρυ, τίποτα άλλο.
Τίποτα πια δεν θυμίζει εσένα.