Είναι ώρα, κουρασμένος πια απ’ το ταξίδι του χρόνου, ν’ ακουμπήσω τις αποσκευές μου

στο βρεγμένο χώμα, στο γεμάτο νεκρές μνήμες και όνειρα που δεν ειπώθηκαν ποτέ.

Πέτρινα βήματα με χαραγμένο το διάβα μου, ανάμεσα στο ουρλιαχτό τού λύκου και στο

νιαούρισμα τής γάτας.

Ματαιοπονώ και το ξέρω.

Ξεθωριασμένες φωτογραφίες, πεταμένες  άτακτα στα συρτάρια σκιαγραφούν τη

ματαιότητα, τη φθαρτότητα και την πτώση ενός σώματος, που παράσυρε ανελέητα και

την ψυχή του στο δικό της ξεπεσμό.

Δεν αντέχεται τούτο το πρωινό  με την ομίχλη να σκεπάζει τον ορίζοντα και το βλέμμα

μου να μουδιάζει το μυαλό.

Οι Σειρήνες με καλούν για ένα ακόμη μάταιο ταξίδι στο σκοτάδι.

Πού είναι εκείνο το μονοπάτι που οδηγούσε στο φως; Αναρωτιέμαι.

Χαράματα και νιώθω θαμμένος μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, της βαθιάς νύχτας, της

αξημέρωτης.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s