Σίγησε η φωνή σου εκείνο το ξημέρωμα.
Σταμάτησε η ανάσα σου ήρεμα, σχεδόν χαμογελαστή έφυγες από κοντά μας κι η ψυχή
σου απλώθηκε στα μονοπάτια και στις γειτονιές τ’ ουρανού.
Άδεια η κάμαρα που χρόνια ζέσταινε τον ερχομό και την άνοιξη. Τους τοίχους της
νότισαν στάλα, στάλα η προσμονή, τα δάκρυα του αποχαιρετισμού, ο ερχομός και το
καλό ταξίδι.
Δεν θ’ αντικρίσω ξανά το βλέμμα σου, αυτό που με κοιτούσε μ’ εκείνον τον τρόπο, τον
μοναδικό, τον πιο ξεχωριστό απ’ όλους.
Πολλά είναι εκείνα που δεν έκανα κι αλλά τόσα που δεν σου είπα, τι δειλός που ήμουν.
Γυρίζουν τα ρολόγια μαζεύοντας τον χρόνο που τόσο πολύ υποτίμησα και κοιτώ
δακρυσμένος τ’ αχνάρια που τόσο έντονα άφησε στη ζωή μου το πέρασμά σου.
Θα ξημερώσει σε λίγο μα θα ‘ναι μια άλλη μέρα. Μια μέρα δίχως την έγνοια σου να με
συντροφεύει, δίχως τα πρέπει, τα πρόσεχε, φάε, ντύσου.
Άδικο είναι το ξέρω, μα έτσι είμαστε φτιαγμένοι, να φεύγουμε.
Και θα μείνει ένα μικρό φως στον ουρανό που θα’ναι το δικό σου. Και θα σου μιλώ σα
νιώθω μικρός και μόνος και θα ψάχνω το χέρι σου να με ζεστάνει, να με κρατήσει να μην
πέσω, έτσι όπως έκανες πάντα.
Ποτέ δεν θα φύγεις από μέσα μου κι ας ήμουν μακριά κι ας ήμουν ξένος στα χρόνια μας
που άδικα ξοδέψαμε.