Παγώνει το βλέμμα μου στης κουπαστής την άκρη, κι αναρωτιέμαι, παράλογα ίσως, ποιο

θα μπορούσε να ’ναι τ’ όνομα της βάρκας.

Τι είναι αυτό το ξαφνικό ταξίδι που μου ’παν πώς θα κάνω;

Ποιος τ’ ορίζει, ποιος δίνει άραγε τη διαταγή γι’ αυτό;

Δεκάδες βλέπω περιμένουν στη σειρά, σ’ ένα τοπίο άχρωμο, νεκρό στου Αχέροντα την

όχθη, που έμειναν σκιές, χωρίς την όψη τη γλυκιά, χωρίς λαλιά, χωρίς τραγούδι.

Ήρθε η σειρά μου, ερημιά παντού και κυλάω στο ρέμα μαζί μ’ εκείνον που ώρες έβλεπα να

κάνει την ίδια διαδρομή.

Δε μου μιλά, δε βγάζει λέξη. Μαύρος στην όψη, ασάλευτος κι αυτός σαν το ποτάμι, μοιάζει

ζωγραφιά.

Ούτε πουλί, ούτε αγρίμι γύρω μας, μόνο βοή βαθιά στις κάτω ρεματιές. Κατηφορίζουν τα

νερά κι όλα μοιάζουν να τρέχουν.

Δε ρώτησε αν έχω νόμισμα να πληρωθεί τον κόπο του. Δε μου ’πε τίποτα, δε νοιάστηκε τι

αφήνω πίσω μου, αν νοσταλγώ, αν αγαπώ κι αν είχα κι άλλα βήματα μπροστά να κάνω.

Τίποτα δεν έκανα ακόμη βαρκάρη, ακούς;

Τη ζωή την έζησα στο ψέμα και στα πρέπει. Δεν άφησα την καρδιά μου να χτυπήσει

ελεύθερα, ν’ αγαπήσει, να πληγωθεί κι έχασα την πορεία μου στ’ ανθρώπινο το ψέμα. Μ’

ακούς; Πες μου που να σε πάρει μ’ ακούς;

Δεν ξεδιψάω απ’ το νερό σου, δε θέλω να ξεχάσω τίποτα απ’ τ’ ανθρώπινά μου πάθη!

Θέλω να νιώθω, να θυμάμαι τη ζωή, το πέρασμά μου από το φως. Ακούς;

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s