Η ύπαρξή μας ζυμωμένη με αυταπάτες, διαφημιστικά φυλλάδια κενόδοξα, με ψέμα. Μια πρέζα αλήθειας μοναχά για τα δύσκολα, για εκείνα που πιστεύαμε πως δε θα ’ρθουνε για εμάς.
Μας έταξε η ζωή πως θα ζήσουμε τ’ όνειρο και κατέληξε εφιάλτης, καθώς δεν μπορέσαμε να κρατήσουμε τα ζύγια της σωστά.
Άκομψες, ανούσιες και άθλιες οι πράξεις μας – προς τον εαυτό μας – και όσες στιγμές θα άξιζε να τις ζήσουμε με πάθος, τις δώσαμε ενέχυρο για τριάντα αργύρια (τόσο αξιολογήσαμε την ψυχή μας).
Σκυφτοί και πληγωμένοι είμαστε στο διάβα της, αναζητώντας το τέλος του έντιμου αυτόχειρα στη στερνή ανηφόρα της μοναξιάς μας.
Επιτέλους λέμε σαν νιώθουμε το θάνατο κοντά μας, σαν μας ακουμπά η ανάσα του και σβήνουν τα φανάρια της ελπίδας ένα, ένα. Καμιά φορά κλαίμε από χαρά για το μαρτύριο που τελειώνει.
Βλέπουμε πίσω μας, αυτά που χάσαμε, που δε προλάβαμε να ζήσουμε ελπίζοντας πως κάποιος άλλος θα μπορέσει να τα ζήσει. Άδικος κόπος! Πριν γεννηθούμε αιχμάλωτοι είμαστε σ’ έναν κόσμο υλικών ματαιοτήτων, αποταμιεύοντας με μανία ένα νόμισμα που δεν έχει κανένα αντίκρισμα, παρά μόνο ως οβολός στου Χάροντα τη βάρκα.
Ο έρημος τάφος ότι καταφέραμε.