Χαμογελώντας σαρδόνια χτυπάς το πόδι σου με δύναμη στο χώμα.
Ανυπάκουα όνειρα και σβησμένες ψυχές στο διάβα σου.
Όλα τα τσαλαπάτησες για ένα ταξίδι.
Ξαφνικά θυμήθηκες κείνο το παραμύθι με τον πρίγκιπα, μα ο βάτραχος ακόμα κοάζει στους βάλτους της ζωής σου τρυπώντας σου τ’ αυτιά. Αδιάλειπτα, ανυπόφορα, κακόηχα.
Αδικημένη η παρόρμηση της νιότης σου. Μια βάρκα ήταν χωρίς τιμόνι, χωρίς σύνορα τέλους, ανεμοδαρμένη χωρίς έλεος στα παγωμένα κύματα της υποκρισίας σου.
Απόμεινες μονάχος, στον έρημο σταθμό και δε νοσταλγείς τίποτα, ούτε μια φωτογραφία του χθες δεν μπορείς να κοιτάξεις, χωρίς να σε πληγώσει.
Νυχτερινός επισκέπτης η μορφή της χρόνια τώρα κι η απουσία της βάρος στο μακρινό σου ταξίδι, σαν αερικό που τυλίγει τη σκέψη σου χωρίς συμπόνια, οδηγώντας σε, σε μια θλίψη ακατανόητη.
Μάζεψες τα χρόνια σου σ’ ένα σακούλι, δεν ήθελες να τα ξοδέψεις σ’ ανόητα υποκατάστατα μιας ηδονής εφήμερης.
Διάλεξες να περιμένεις εκείνη που ποτέ δεν επέστρεψε κι έμεινες μόνος σ’ έναν κόσμο που ποτέ δεν στάθηκε πλάι σου, σ’ έναν κόσμο που σε κάθε σου στραβοπάτημα μειδίαζε ειρωνικά και που ποτέ κανείς δεν άπλωσε το χέρι του να σε κρατήσει.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s