Δάκρυα δε βγήκαν ποτέ από τα μάτια σου κι ούτε ένα παράπονο δεν άκουσα από τα χείλη σου. Στράφι πήγε η ζωή σου, σου είπα το στερνό ξημέρωμα, έχοντας καρφωμένα τα μάτια μου στο πάτωμα. Εσύ απλά με κοίταξες ανέκφραστα, παγωμένα.
Τ’ απογεύματα μπροστά σ’ εκείνη την πόρτα στεκόσουν και περίμενες το ποτάμι των φαντασμάτων. Στον ιστό που χρόνια ύφαινες, καλούσες σα Σειρήνα να μπλεχτούν τα θύματά σου, κρατώντας ένα κόκκινο φανάρι. Χρόνια κομπάρσος στην ίδια εξαθλιωμένη παράσταση, με φτωχά τα όνειρα και μουδιασμένα τα αισθήματά σου.
Σου ’ταξα αγάπη, ταξίδια και μια ζωή δική σου. Σου έλεγα ψέματα και το ‘ξερες κι όταν έφυγα δε μου είπες τίποτα.
Ήσουν πίσω από το θολό τζάμι, στο παλιό ξύλινο παράθυρο και κοιτούσες τη σκιά μου να φεύγει, καθώς το ρεύμα των φαντάρων κυλούσε ψάχνοντας ελπίδα και παρηγοριά.
Στη Σπάρτη έκλαψα μόνος και τα δάκρυά μου ακόμη δεν έχουν στεγνώσει.
Πέρασαν χρόνια κι όταν ξανάρθα σε βρήκα εκεί να κοιτάς ακόμη το δρόμο. Το φως έκαιγε πάνω από την πόρτα και τα ψεύτικα λόγια μου ηχούσαν ακόμη στη βρώμικη κάμαρα, ενώ η καρδιά σου σπαρταρούσε στην εικόνα της ταγμένης ζωής.
Δεν ξέρω αν με γνώρισες, μα δε σου πήρα λέξη κι έφυγα με το κεφάλι σκυμμένο. Δε θα ξανάρθω είπα.
Κι εσύ μια σκιά κοίταζες να χάνεται στο τέρμα του δρόμου.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s