Το κύμα τις σκέψεις τραβούσε στην άκρη.
Κενό το μυαλό μου κι εσύ ζωή μου κενή.
Ψυχρός ο αέρας πάγωσε τα όνειρα και σαν τέλειωσαν τα παραμύθια η χαρά μου στάθηκε στην άκρη.
Βάλσαμο ήταν ο θάνατος, ναι ήταν, αν μαζί του το σκοπό της ζωής τραγουδούσες.
Καημένα μου χρόνια, τον ήλιο ξοδέψατε σε θάλασσες ρηχές χωρίς κοχύλια.
Φοβάμαι να μιλήσω, μαζεμένος στέκω στη γωνιά μου και τρέμω.
Δεν μπορώ ν’ αντέξω άλλο αυτόν τον πόνο, πώς κατάντησα σκέφτομαι και δακρύζω.
Είμαι κρυμμένος μέσα στο χαράκωμα του μικρού σκοτεινού και υγρού δωματίου(δεν ήρθες ποτέ χαρά να με δεις, τι κι αν περίμενα χρόνια).
Κι εσύ ζωή παράκουσες τις εντολές κι ήρθες να θάψεις το μυαλό μου σαν άλλη Αντιγόνη.